Πολύ πριν αρχίσει το πρωτάθλημα είχε γίνει κάτι παραπάνω από φανερό ότι τα χαρακτηριστικά του θα διαμορφώνονταν από ένα κυρίως ζήτημα. Από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟ και το άνοιγμα της διαφοράς που θα έχουν από τους άλλους επίδοξους διεκδικητές του τίτλου.
Σε ό,τι αφορά τη διαφορά οικονομικής δυναμικότητας, είναι σαφές ότι το άνοιγμα ανάμεσα στους δύο και τους υπόλοιπους διευρύνεται όλο και περισσότερο. Και το προφανές αποτέλεσμα είναι ότι οι δύο μπορούν να επενδύουν μεγαλύτερα ποσά και να ισχυροποιούν τις ομάδες τους αποτελεσματικότερα.
Και επειδή έχουν καλύτερο δυναμικό μπορούν να διεκδικούν και τις θέσεις στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ, που φέρνουν χρήματα στα ταμεία (βέβαια, οι δύο μεγάλοι αρκούνται σε αυτό και δεν κυνηγούν κάτι περισσότερο επειδή δεν τους ενδιαφέρει και -προφανώς- δεν μπορούν).
Η οικονομική δύναμη που φέρνει και την αγωνιστική ενίσχυση έχει διαμορφώσει αυτόν τον ιδιότυπο διπολισμό, ο οποίος δημιουργεί μια πόλωση που κάνει κακό στο ίδιο το ποδόσφαιρο. Από νωρίς, λοιπόν, είχε γίνει φανερό -και δεν χρειαζόταν κάποιος να είναι προφήτης ή να έχει κρυφή πληροφόρηση- ότι αυτοί οι δύο που θα αγωνίζονταν για το πρωτάθλημα θα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να περιθωριοποιήσουν οποιονδήποτε άλλο επίδοξο ανταγωνιστή.
Οι ιδιοκτήτες και των δύο ομάδων έχουν και μεγάλη επιρροή στην ελληνική κοινωνία και προσβάσεις στην πολιτική ηγεσία, που μπορούν να χρησιμοποιήσουν όποτε χρειαστεί.
Αυτό το γνωρίζουν όλοι. Ακόμα και οι διαιτητές που σφυρίζουν τα παιχνίδια των δύο μεγάλων. Συμπληρώστε ότι η ΕΠΟ δεν είναι μία ανεξάρτητη και ισχυρή ομοσπονδία που ενδιαφέρεται και -κυρίως- μπορεί να διασφαλίσει κάποιες συνθήκες fair play.
Η ΕΠΟ δεν μπορεί να αντισταθεί στις πιέσεις των δύο, ούτε φυσικά και να τους αρνηθεί αν ζητήσουν φορτικά κάτι. Παράλληλα, η Σούπερ Λίγκα είναι ένα σχήμα που ενδιαφέρεται να διασφαλίσει τα οικονομικά συμφέροντα όλων όσων συμμετέχουν σε αυτόν τον συνεταιρισμό, ιδίως μάλιστα όσο δεν εκτίθενται σε κίνδυνο τα οικονομικά συμφέροντα των ισχυρών.
Σε αυτόν τον κόσμο του ελληνικού ποδοσφαίρου, η διαιτησία για χρόνια ήταν ο δορυφόρος ενός κέντρου που πάντα έδινε λογαριασμό σε εκείνον που είχε το πάνω χέρι. Αυτό είχε αποτέλεσμα η επιλογή των διαιτητών να γίνεται όχι με βάση την ικανότητα, αλλά τις γνωριμίες και την προθυμία του κάθε διαιτητή να ανταποδώσει την εξυπηρέτηση που του έκαναν κάποιοι επιλέγοντάς τον.
Ετσι η ελληνική διαιτησία ποτέ δεν ασχολήθηκε ενεργά με την αυτοβελτίωσή της. Αν δεχτούμε ότι το περιβόητο κέντρο διαιτησίας, που ήταν γνωστό ως Παράγκα, δεν υφίσταται, δεν νομίζω ότι ωφελεί να αποδώσουμε τα φαλτσοσφυρίγματα σε κάποιο κέντρο που εξυφαίνει συνωμοσίες που στόχο έχουν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των ισχυρών.
Εχουμε κακούς διαιτητές και ως διαιτητές, δηλαδή οι δυνατότητές τους για τη δουλειά που κάνουν είναι πολύ χαμηλότερες από όσο απαιτείται, αλλά -σε πολύ μεγάλο ποσοστό- και ως ανθρώπους, αφού όποτε σφυρίζουν κάποιον από τους δύο μεγάλους δεν θα διστάσουν να ευνοήσουν εκείνον που γνωρίζουν ότι μπορεί να κάνει μεγαλύτερη φασαρία ή ακόμα και να τους καταστρέψει την καριέρα.
Οσο αυτή η αντιπαλότητα ανάμεσα στους δύο εντείνεται, η ΕΠΟ παραμένει ανίσχυρη και η ποιότητα της ελληνικής διαιτησίας απογοητευτική τόσο και το πρωτάθλημα θα μεταμορφώνεται σε έναν ανταγωνισμό παρακμής, όπου θα υπάρχουν δύο πρωταγωνιστές που θα μοιράζονται τα χρήματα και δεκατέσσερις κομπάρσοι που θα ζουν με τα ψίχουλα.
Ενα πρωτάθλημα μερικώς χρηματοδοτούμενο από το κράτος στο πλαίσιο της συντήρησης των πελατειακών σχέσεων, το οποίο -ακόμα και ως προϊόν- παραμένει κακό, ακριβό και υπερτιμημένο.
Ενα νέο μοντέλο. Θα δουλέψει;
Ισως και να είναι φυσιολογικό. Ομως σίγουρα είναι ασύγκριτα τηλεοπτικό να επικεντρώνεις την προσοχή σου στα πρόσωπα όταν αλλάζει μία κυβέρνηση. Και οι συνθήκες για κάτι τέτοιο ήταν ιδανικές. Επειτα από μία πενταετία με καθημερινή παρουσία στις τηλεοράσεις, κυρίως, των ίδιων προσώπων, πολλά από τα οποία ήταν και αντιτηλεοπτικά, η τηλεόραση υποδέχτηκε με απέραντη ανακούφιση τα νέα πρόσωπα της κυβέρνησης. Είναι σαν να ξεκινούν καινούργια σίριαλ.
Βέβαια, τα 2/3 της κυβέρνησης αποτελούνται από νέα πρόσωπα, αλλά θα φανεί το κατά πόσο θα βγαίνουν στα κανάλια με τη συχνότητα που εμφανίζονταν οι προηγούμενοι. Και κυρίως αν οι εμφανίσεις τους θα «δίνουν» τα νούμερα που ψάχνουν τα δελτία ειδήσεων και τα πολιτικά τοκ σόου. Ομως, ελάχιστα ασχολήθηκαν τα Μέσα με το νέο μοντέλο λειτουργίας της κυβέρνησης που φαίνεται ότι φέρνει στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα ο Γ. Παπανδρέου. Για όσους μπορούν να διαβάσουν αυτό το μοντέλο σωστά, δεν θα δυσκολευτούν να διαπιστώσουν τις αμερικανικές καταβολές του.
Από ό,τι φαίνεται, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θέλει να αντικαταστήσει -σταδιακά, είναι η αλήθεια- αυτό που στην Ευρώπη ονομάζουμε government με αυτό που στην Αμερική, αντίστοιχα, ονομάζεται administration και δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του όρου «δημόσια διοίκηση» που δίνουμε στην Ελλάδα.
Η οργάνωση της κυβέρνησης γίνεται με βάση τα αμερικανικά πρότυπα, όπου δίδεται βάρος στην αποτελεσματικότητα και γι' αυτό εκείνο που χρειάζεται είναι πρώτα μάνατζερ και κατόπιν πολιτικούς. Το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου οργανώνεται στο πρότυπο του Λευκού Οίκου, μέσα από τον οποίο δίνονται όλες οι κατευθύνσεις προς τα υπουργεία. Φανταστείτε το κέντρο μιας ρόδας -το πρωθυπουργικό γραφείο- απ' όπου ξεκινούν οι ακτίνες, τα υπουργεία.
Μάλιστα, όπως ο Λευκός οίκος, το Μέγαρο Μαξίμου οργανώνεται και «γεμίζει» με τέτοιο τρόπο που αφήνει χώρο και χρόνο στον πρωθυπουργό να κινείται με περισσότερη ελευθερία, όπως συμβαίνει και με τον Αμερικανό πρόεδρο. Ισως αυτό να επιτρέπει στον Γ. Παπανδρέου να διατηρεί και το Υπουργείο Εξωτερικών.
Δεν είναι εύκολη η προσαρμογή
Αν το Μέγαρο Μαξίμου είναι ένας χώρος από τον οποίο ξεκινούν οι πολιτικές κατευθύνσεις, το υπουργείο του Θ. Πάγκαλου -που είναι μέρος του Μεγάρου Μαξίμου- είναι ο δίαυλος υποδοχής όλων των πληροφοριών που πρέπει να έχει στα χέρια του ο πρωθυπουργός. Κυρίως εκείνων των πληροφοριών που έχουν να κάνουν με τον έλεγχο της εφαρμογής του κυβερνητικού προγράμματος, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει και τις επιδόσεις των υπουργών.
Το μεγάλο ερώτημα που αφορά τη δυνατότητα ενός τέτοιου μοντέλου να λειτουργήσει έχει να κάνει με τη νοοτροπία και τη διάρθρωση του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα και τη δυνατότητά του να «δουλέψει». Φυσικά και οι ικανότητες των μάνατζερ-υπουργών θα παίξουν ρόλο, αλλά αυτούς αν δεν σου κάνουν τούς αλλάζεις. Τον δημόσιο τομέα, όμως, δεν μπορείς να τον αλλάξεις.
Εκτός από το ερώτημα, ωστόσο, υπάρχει και ένας κίνδυνος. Αυτός που αφορά το ζήτημα του κοινωνικού ελέγχου του κυβερνητικού έργου, μια και η ισχυροποίηση του Μεγάρου Μαξίμου μπορεί να το κάνει απρόσβλητο.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.