Θυμάμαι τι μου έλεγε ένας παράγοντας ομάδας της Σου-Λι (Σούπερ Λίγκας) τον καιρό που γίνονταν οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία πώλησης του δικαιώματος της αποκλειστικής μετάδοσης των παιχνιδιών της μεγάλης κατηγορίας. «Πολλά λεφτά για όλους». Προσπαθούσα να του δείξω ότι τα πολλά λεφτά θα ήταν για πολύ λίγους, δύο ή τρεις. Για τους άλλους θα υπήρχαν κάποια χρήματα, αλλά βραχυπρόθεσμα.
Η ποδοσφαιρική αγορά στην Ελλάδα είναι μικρή, ακριβή, με πολλές θεσμικές αδυναμίες και πολύ πολύ περιορισμένες δυνατότητες επέκτασης. Οι ομάδες δεν κάνουν επενδύσεις –δεν μπορούν και δεν τους ενδιαφέρει κιόλας-, δεν έχουν σταθερές πηγές εσόδων αφού δεν έχουν και ιδιόκτητα γήπεδα, οι περισσότερες χορηγίες είναι του ΟΠΑΠ ή από ΔΕΚΟ, δίνουν πολύ πάνω από το 50% των εσόδων τους σε μισθούς και συμβόλαια και αν εξαιρέσει κάποιος 6-7 ομάδες, στις υπόλοιπες η μεγαλύτερη πηγή εσόδων είναι τα έσοδα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα.
Θεωρητικά, το σχέδιο αδειοδότησης της ΟΥΕΦΑ θα έβαζε μια τάξη, αλλά ο τρόπος που θα εξεταστούν τα στοιχεία των ομάδων για να αποδειχθεί το κατά πόσο πληρούν τις προϋποθέσεις θα είναι «ελληνικός». Φυσικά, επειδή έχουμε την ικανότητα –ακόμη κι όταν αντιγράφουμε κάτι- να διαστρεβλώνουμε τα πάντα, ακόμη και το μοντέλο της συλλογικής διαπραγμάτευσης το «ελληνοποιήσαμε».
Και αυτό σημαίνει πως ούτε η διαπραγμάτευση είναι συλλογική ούτε το μοίρασμα είναι αναλογικό, ενώ στην ιστορία αυτή έχει μπλεχτεί μια χαρά και το κράτος, σε ένα μοντέλο ποδοσφαιρικής λειτουργίας που εξυπηρετεί τις πελατειακές σχέσεις. Εκείνο που αποσιωπάται είναι πως, με τα δεδομένα της ποδοσφαιρικής αγοράς στην Ελλάδα, 10 ομάδες για ένα πραγματικό επαγγελματικό πρωτάθλημα θα ήταν αρκετές.
Οι ανισότητες με το μοντέλο που έχουμε συνεχώς θα διευρύνονται και όσο –εκ των πραγμάτων- η αγορά δεν προσφέρει ευκαιρίες κερδοφορίας, οι επενδυτές με οικονομική επιφάνεια που θα ήθελαν να επενδύσουν στο ποδόσφαιρο θα απουσιάζουν. Ετσι, ο ανταγωνισμός περιορίζεται σε δύο ομάδες. Εδώ ολόκληρη ΑΕΚ δεν μπορεί να βρει επενδυτές τόσο καιρό, πόσο ελκυστικές μπορεί να είναι ομάδες με μικρότερες δυνατότητες;
Σε ό,τι αφορά το μοντέλο της συλλογικής διαπραγμάτευσης, εκείνο που έκαναν στη Σου-Λι ήταν να ασελγήσουν πάνω στο αγγλικό μοντέλο. Από την υπογραφή της πρώτης συμφωνίας πώλησης των τηλεοπτικών τους δικαιωμάτων, οι ομάδες της Πρέμιερσιπ είχαν επιλέξει το μοντέλο της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Και αυτό για προφανείς λόγους, ο σημαντικότερος από τους οποίους είχε να κάνει με τη διατήρηση μιας «λογικής» απόστασης ανάμεσα στους μεγάλους, τους δημοφιλείς συλλόγους και τους μικρότερους.
Ηταν δεδομένο ότι αν είχε επιλεχθεί το μοντέλο της ατομικής διαπραγμάτευσης η Τσέλσι, η Μάντσεστερ, η Λίβερπουλ και η Αρσεναλ, για παράδειγμα, θα έπαιρναν περισσότερα χρήματα από όσα παίρνουν με τη συλλογική διαπραγμάτευση, ενώ αντιθέτως η Γουίγκαν και η Φούλαμ, ας πούμε, θα έπαιρναν πολύ λιγότερα. Ετσι, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι το πρωτάθλημα θα έχανε το ενδιαφέρον του αφού θα περιοριζόταν σε μία 4άδα ή 6άδα παικτών, γεγονός που περιορίζει αισθητά τα εισιτήρια, τη δημοφιλία, τη δραστηριότητα χορηγών και διαφημιστών.
Δεν ισχυρίζομαι ότι ο παρών τρόπος διαπραγμάτευσης αποκλείει τη διεύρυνση του ανοίγματος μεταξύ ισχυρών και αδυνάτων, αλλά μπορεί να κρατήσει κάποιες «ελεγχόμενες» ισορροπίες, τουλάχιστον στο οικονομικό πεδίο και με δεδομένο το μέγεθος της αγοράς ποδοσφαίρου στην Αγγλία. Θα πρέπει να συνυπολογίσει κάποιος και τα άλλα επιμέρους θετικά στοιχεία που περιλαμβάνει η παρούσα συλλογική μορφή της διαπραγμάτευσης.
Στοιχεία όπως οι ρήτρες για την ενίσχυση των ποδοσφαιρικών ακαδημιών ή τις επιπλέον πληρωμές που παίρνουν οι ομάδες που υποβιβάζονται, προκειμένου να μειωθούν οι οικονομικές συνέπειες του σοκ του υποβιβασμού. Μάλιστα, οι ίδιες οι ομάδες, για να μην κινδυνεύσει το μοντέλο της διαπραγμάτευσης από συχνές μεταβολές των χαρακτηριστικών του, αποφάσισαν οποιαδήποτε πρόταση για αλλαγές στον τρόπο και τη μορφή της διαπραγμάτευσης να συγκεντρώνει τη σύμφωνη γνώμη των 14 από τις 20 ομάδες της λίγκας.
Μια πλειοψηφία πολύ ισχυρή για να ανατραπεί, ακόμη κι αν το επιδιώξουν οι ισχυροί σύλλογοι, αφού δεν υπάρχει λόγος να ανατρέψουν ένα καθεστώς που τους ευνοεί ενώ προστατεύει και το ποδοσφαιρικό προϊόν.
Η συλλογική διαπραγμάτευση
Αν κοιτάξει κάποιος τον τρόπο με τον οποίο μοιράζονται τα χρήματα στην Πρέμιερσιπ, θα διαπιστώσει ότι, ακόμη και με τη συλλογική διαπραγμάτευση, οι ισχυροί είναι αυτοί που βγαίνουν κερδισμένοι. Το συνολικό ποσό της συμφωνίας μοιράζεται ως εξής: το 50% του συνολικού ποσού μοιράζεται εξίσου και στις 20 ομάδες.
Το υπόλοιπο ποσό μοιράζεται με έναν τρόπο που βοηθά τους ισχυρούς: το 50% πηγαίνει στις ομάδες ανάλογα με τον αριθμό των παιχνιδιών τους που μεταδίδονται ζωντανά από την τηλεόραση και το υπόλοιπο 50% πηγαίνει στις ομάδες ανάλογα με τη θέση που καταλαμβάνουν στη βαθμολογία.
Η τηλεόραση επιλέγει να μεταδίδει τα παιχνίδια των ισχυρών συλλόγων, που είναι και πιο δημοφιλείς και συγκεντρώνουν υψηλότερη τηλεθέαση, ενώ ψηλά στη βαθμολογία εννιά φορές στις δέκα τερματίζουν οι ισχυροί που μοιράζονται και το επιπλέον χρήμα. Εν όψει όμως της καινούργιας τηλεοπτικής συμφωνίας που θα φέρει στους συλλόγους περισσότερα χρήματα από κάθε άλλη στο παρελθόν, οι «μικροί» ζητούν να αλλάξει ο τρόπος μοιράσματος των χρημάτων για να γίνει περισσότερο «δίκαιος» και να διασφαλίσει ότι οι «μικροί» θα πάρουν περισσότερα από κάθε άλλη φορά.
Τα περισσότερα χρήματα θα βοηθήσουν τις ομάδες να μειώσουν ή να κρατήσουν σταθερές τις τιμές των εισιτηρίων έτσι ώστε να προσελκύσουν περισσότερο κόσμο στα γήπεδα, καθώς τον φόβο των άδειων κερκίδων τον αντιμετωπίζουν πολύ περισσότερο οι μικροί παρά οι μεγάλοι.
Απ' όσο γνωρίζουμε, όμως, τρεις από τους τέσσερις «μεγάλους» (η Μάντσεστερ, η Αρσεναλ και η Τσέλσι) δεν έχουν σχεδιάσει καμία μείωση για την επόμενη τριετία. Οι τιμές των εισιτηρίων από τη δημιουργία της Πρέμιερσιπ, τα τελευταία 16 χρόνια, έχουν σημειώσει αύξηση της τάξης του 730% και από τη δεξαμενή των εισιτηρίων, οι ισχυροί είναι εκείνοι που κερδίζουν το μεγαλύτερο μερίδιο.
Από τη μελέτη των οικονομικών στοιχείων της Πρέμιερ Λιγκ από το '92 και μετά φαίνεται καθαρά ότι και εδώ, παρά τα μαξιλαράκια της «συλλογικής» διαπραγμάτευσης, η αγορά επιβάλλει τον νόμο της. Το άνοιγμα ανάμεσα σε ισχυρούς και αδύναμους σε σχέση με το '92 έχει μεγαλώσει ακόμη περισσότερο.
Μία ενιαία –άναρχη- αγορά
Αυτή η τάση διεύρυνσης του ανοίγματος πλουσίων και φτωχών, που τείνει να γίνει κατάσταση και στο Τσάμπιονς Λιγκ –ιδιαίτερα δε εκεί– αν δεν περιοριστεί, εκ των πραγμάτων μακροπρόθεσμα θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας κλειστής λίγκας που μπορεί να λειτουργεί όπως το αμερικανικό NBA. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι αυτό θα είναι προς όφελος του παιχνιδιού, αλλά σίγουρα θα είναι προς οικονομικό όφελος όλων όσοι πάρουν μέρος σε αυτό το εγχείρημα.
Ενα εγχείρημα που πολύ θυμίζει την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με τη διαφορά ότι δεν έχει τις αγκυλώσεις, τους περιορισμούς και τις αντιφάσεις που γεννά η προσπάθεια της θυσίας των εθνικών χαρακτηριστικών των χωρών μελών της Ε.Ε. χάριν μιας ομιχλώδους και ασαφούς υπερεθνικής δομής.
Μια παρόμοια τάση βλέπουμε να σημειώνεται και στις ευρωπαϊκές περιφέρειες, στα πρωταθλήματα των ευρωπαϊκών χωρών, όπου ο αριθμός των ομάδων που πρωταγωνιστούν όλο και περιορίζεται. Τώρα πια είναι δεδομένο ότι ο γάμος του ποδοσφαίρου με την αγορά γεννάει ελάχιστες ιστορίες ευτυχίας και πολλά περισσότερα διαζύγια από οπουδήποτε αλλού.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.