Πριν από μία 15ετία θα μου φαινόταν αδιανόητο. Να μαζευτούμε σπίτι μια παρέα με σουβλάκια και μπίρες για να παρακολουθήσουμε όχι ποδόσφαιρο, αλλά την τηλεμαχία ανάμεσα στον απερχόμενο και τον wannabe πρωθυπουργό. Και νομίζω ότι ο αμερικανικός όρος τού πηγαίνει περισσότερο. Οπως κι ο αμερικανικός τρόπος που προσεγγίζει τα ελληνικά. Αυτό που είδαμε προχθές –σε επίπεδο θεάματος, γιατί ως τέτοιο μόνο μπορεί να αντιμετωπισθεί- ήταν δέκα φορές πιο βαρετό από ένα παιχνίδι χωρίς βαθμολογικό ενδιαφέρον ανάμεσα στον Θρασύβουλο και την Κέρκυρα ας πούμε.
Από την άλλη, σκέφτομαι πως δεκαπέντε χρόνια πριν δεν θα καθόμασταν μπροστά στην τηλεόραση. Θα τρέχαμε σε καμιά πλατεία για την πολιτική συγκέντρωση και την ομιλία του πολιτικού. Εκεί θα βλέπαμε γνωστούς και φίλους –οι ελεύθεροι θα είχαν και ευκαιρίες για καμάκι-, θα μπορούσαμε να εκτονωθούμε και μετά θα καταλήγαμε κάπου στα Εξάρχεια για τίποτε ούζα ή τσίπουρα.
Οσο και αν φαίνεται παράδοξο, ο παλιός τρόπος μετέθετε τα όρια του δημόσιου χώρου πολύ περισσότερο απ' ό,τι σήμερα, που έχουν περιοριστεί στις διαστάσεις της τηλεόρασης ή έστω ενός δωματίου. Πίσω στην τηλεμαχία. Οταν τελείωσε, άρχισαν οι εκτιμήσεις για το εκλογικό αποτέλεσμα και τα ποσοστά. Ομως, επειδή το ανιαρό θέαμα της τηλεμαχίας υποβάθμισε το πολιτικό ενδιαφέρον, η συζήτηση στράφηκε στο ποδόσφαιρο, το οποίο παρουσίαζε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Και επειδή η σύσταση της παρέας ήταν «πολυχρωματική», γρήγορα παρουσιάστηκαν διαφωνίες σχετικά με τα ποσοστά δημοφιλίας των ομάδων. Δεσμεύθηκα, λοιπόν, στην προχθεσινή παρέα να δημοσιεύσω τα ευρήματα της τελευταίας επίσημης έρευνας για το προφίλ του Ελληνα φιλάθλου, όπως είχαν καταγραφεί σε μία έρευνα της Focus Bari Highlights, η οποία έγινε την περίοδο Οκτωβρίου 2005 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2006.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, το 50% των Ελλήνων παρακολουθεί συστηματικά ποδόσφαιρο, 30% μπάσκετ, ενώ 17% είναι κολλημένοι με τη φόρμουλα 1. Βόλεϊ βλέπει το 13%, τένις και άρση βαρών το 6%, πόλο και μπιτς βόλεϊ το 4%, ιππασία, χάντμπολ και ιστιοπλοΐα το 3% και γουίντ σέρφινγκ το 2%. Από την έρευνα προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό του Ελληνα φιλάθλου, ανεξάρτητα από τον βαθμό παρακολούθησης κάθε αθλήματος, είναι η υποστήριξη κάποιας ομάδας.
Το 76% δηλώνει ότι υποστηρίζει την ίδια ομάδα σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ και από αυτούς το 36% είναι Ολυμπιακοί και το 30% Παναθηναϊκοί. Το 16% δηλώνει ότι υποστηρίζει συγκεκριμένη ομάδα μόνο στο ποδόσφαιρο, ενώ ένα 6% υποστηρίζει διαφορετικές ομάδες στα δύο αθλήματα. Στο μπάσκετ ομάδα υποστηρίζει μόλις το 1%. Ο Ολυμπιακός συγκεντρώνει τους περισσότερους Αθηναίους φιλάθλους (45%) κι ακολουθούν ο Παναθηναϊκός (35%) και η ΑΕΚ (16%). Τους περισσότερους Θεσσαλονικείς φιλάθλους προσελκύει ο ΠΑΟΚ (50%) και ακολουθεί ο Αρης (23%). Η Κεντρική και Νότια Ελλάδα, όμως, φαίνεται να είναι σχεδόν μοιρασμένη μεταξύ ΟΣΦΠ και ΠΑΟ.
Ο ΠΑΟ διαθέτει περισσότερους υποστηρικτές από τους φίλους των άλλων ομάδων σε σχέση με τον ΟΣΦΠ. Οι «αυθεντικοί» Ολυμπιακοί είναι 25% και από άλλες ομάδες προέρχεται το 13%, ενώ οι «αυθεντικοί» Παναθηναϊκοί είναι 22%, αλλά οι προερχόμενοι από άλλες ομάδες φτάνουν το 20%. Χαρακτηριστικό, επίσης, είναι ότι στην ερώτηση «ανεξάρτητα από το τι ομάδα είστε, μεταξύ ΠΑΟ και ΟΣΦΠ ποιον υποστηρίζετε;» το 52% απαντά κανέναν, το 30% τον ΠΑΟ και το 19% τον ΟΣΦΠ.
Το ποδόσφαιρο μπορεί να το παρακολουθεί το 73% των αντρών, αλλά συστηματικά πλέον μπάλα βλέπει και το 28% των γυναικών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, μάλιστα, ενώ το ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο από το 1995 μέχρι το 2002 παρέμενε σταθερό -γύρω από το 44%-, τελευταία παρουσιάζει άνοδο, φθάνοντας το 2005 το 52%. Αντίθετα, οι φίλαθλοι δείχνουν να έχουν χάσει το ενδιαφέρον τους για το μπάσκετ.
Μετά τις εποχές της «μεγάλης αίγλης», το ενδιαφέρον για το μπάσκετ μειώθηκε αισθητά. Το 1995 το ποσοστό παρακολούθησης έφτανε το 61% για να κατρακυλήσει μέχρι το 2002 στο κατώτατο σημείο με μόλις 27%. Υποθέτω πως θα είχε ενδιαφέρον μια νεότερη έρευνα για να δούμε αν υπάρχουν μεταβολές και ποιες είναι αυτές στα ποσοστά των οπαδών και των προτιμήσεων των φιλάθλων στα άλλα σπορ.
Η πικρή καραμέλα των stage και...
Ολο και περισσότερο στις προεκλογικές συζητήσεις που αφορούν την ανεργία των νέων έρχεται στην επιφάνεια το ζήτημα των στέιτζ ή σταζ, όπως είναι η γαλλική προφορά του όρου, καθώς οι Γάλλοι ήταν οι πρώτοι που τα καθιέρωσαν και προσωπικά τα συνάντησα στην αρχή της δεκαετίας του '90 στις Βρυξέλλες και ιδιαίτερα στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής –και του Κοινοβουλίου αργότερα.
Θυμάμαι ότι όλοι προσπαθούσαν να βρουν μία θέση stage που –σε σχέση με τους ελληνικούς μισθούς- αμειβόταν καλά και με τη μεσολάβηση ενός ευρωβουλευτή να την ανανεώσουν για μία η δύο περιόδους, με απώτερο στόχο την πρόσληψη στα όργανα της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Το μέτρο των stage, με το πρόσχημα της απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, ήταν η ασπιρίνη που είχε να προτείνει η Ε.Ε. για την αντιμετώπιση της ανεργίας, μια και –επί της ουσίας- αποτελούσε ένα διάστημα επιδοτούμενης «μαθητείας» που αντικαθιστούσε το χρονικό διάστημα καταβολής επιδόματος ανεργίας.
Τα οποία επιδόματα ανεργίας ήταν μια καλή ευκαιρία να περιοριστούν για να κλείσουν οι κυβερνήσεις άλλες τρύπες στους Προϋπολογισμούς. Τα stage πιθανόν να μπορούσαν να προσφέρουν βοήθεια σε όσους εντάσσονταν σε αυτά, σε μια χώρα και μια αγορά εργασίας που δεν θα είχε τις αδυναμίες, τις στρεβλώσεις, το διάτρητο θεσμικό πλαίσιο και την απουσία ελέγχων που υπάρχουν στην Ελλάδα.
Μια χώρα της οποίας η βιομηχανία είναι σχεδόν ανύπαρκτη και ο τομέας των υπηρεσιών παρουσιάζει μια αφύσικη διόγκωση. Τα stage –που το πελατειακό σύστημα στην Ελλάδα χρησιμοποιεί όπως χρησιμοποιούσε παλιότερα τους συμβασιούχους- είναι ένα αισχρό μέτρο που ενισχύει τις πελατειακές σχέσεις και δεν παρουσιάζει κανενός είδους «φιλοδοξία» για τη βελτίωση των δεξιοτήτων όσων εντάσσονται σε αυτά.
Χρηματοδοτούνται με κοινοτικά χρήματα, τα οποία έτσι ξοδεύονται χωρίς καμία αναπτυξιακή προοπτική. Χρήματα που κάποια στιγμή, μέσα στην επόμενη τετραετία, θα τελειώσουν. Μετά; Με τι θα τα αντικαταστήσουν οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα; Και, επ' ευκαιρία, μήπως το Υπουργείο Εργασίας έχει τίποτε στατιστικά που να δείχνουν πόσοι βρήκαν δουλειά στον τομέα επιμόρφωσής τους; Ετσι για να ευθυμήσουμε.
...η εργασιακή «ζούγκλα»
Πριν από δυόμισι χρόνια πήγα σε μια μεγάλη αλυσίδα πώλησης ηλεκτρονικών συσκευών για να αγοράσω air condition. Στην αλυσίδα των ηλεκτρικών συσκευών προσφέρθηκαν να αναλάβουν την εγκατάσταση των δύο συσκευών, μέσα σε 8 εργάσιμες το αργότερο, αντί του ποσού των 160 ευρώ και για τις δύο συσκευές. Ποσό που περνά στην απόδειξη αγοράς των κλιματιστικών.
Από τα τρία άτομα του συνεργείου που ήρθαν για την εγκατάσταση τα δύο είχαν περάσει σεμινάρια για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας σε διαφορετική ειδικότητα από αυτή του ψυκτικού, αλλά δεν έβρισκαν δουλειά. Η αμοιβή τους ήταν 30 ευρώ την ημέρα, χωρίς ασφάλιση και, φυσικά, χωρίς υπερωρίες για 6 μέρες την εβδομάδα. Το συνεργείο τοποθετούσε από 8 έως 10 συσκευές την ημέρα.
Η αλυσίδα εισέπραττε από 640-800 ευρώ τη μέρα για την εγκατάσταση των συσκευών και το συνεργείο τής κόστιζε 90. Η Επιθεώρηση Εργασίας αγνοούσε το καθεστώς, γιατί αυτή είναι η δουλειά της. Να αγνοεί. Και η ιστορία αυτή είναι από τις πιο soft που κυκλοφορούσαν στην αγορά εργασίας δύο χρόνια πριν.
Τώρα τα πράγματα είναι ασυγκρίτως χειρότερα, αλλά στα λόγια του απερχόμενου πρωθυπουργού -ως φαίνεται- κατοικεί ο παράδεισος. Η κόλαση θα κατοικεί στα λόγια εκείνου που θα έρθει. Οπως συμβαίνει πάντα.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.