Εδώ και αρκετά χρόνια, παρακολουθώντας το αγγλκό ποδόσφαιρο, έχω καταλάβει –όπως και πάρα πολλοί άλλοι φαντάζομαι- ότι ο ρόλος και τα χαρακτηριστικά του προπονητή στην Αγγλία είναι τελείως διαφορετικά από τα χαρακτηριστικά που έχει στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν είναι ακριβής η απόδοση του όρου manager στα ελληνικά με τον όρο προπονητής. Για την αγγλική ποδοσφαιρική πραγματικότητα και ιδιαίτερα για τα χαρακτηριστικά του manager, μπορεί να μάθει κάποιος πολλά πράγματα διαβάζοντας την πολύ πλούσια βιβλιογραφία που υπάρχει σχεδόν αποκλειστικά στα αγγλικά.
Αυτοβιογραφίες και βιογραφίες ποδοσφαιριστών και managers, χρονικά και μυθιστορήματα για το ποδόσφαιρο, προσφέρουν πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Ομως, εδώ και αρκετό καιρό άρχισα να βλέπω ότι ακόμη και αυτά τα πολύ «αγγλικά χαρακτηριστικά» του μάνατζερ έχουν αρχίσει να διαφοροποιούνται.
Στην κλασική εικόνα του manager έρχονται στον νου μυθικές φυσιογνωμίες όπως ο Σάνκλι, ο Τζοκ Στιν, ο Μπράιαν Κλαφ –μια εξαιρετική εικόνα του οποίου μας έδωσε ο Ντέιβιντ Πις στην «καταραμένη ομάδα»-, ο Μπράιαν Ρόμπσον που έφυγε πρόσφατα ή ο Αλεξ Φέργκιουσον.
Ο «τελευταίος των Μοϊκανών» μάλλον. Και δεν είναι μόνο που αρχίζει να αλλάζει η εικόνα, το πρότυπο του Βρετανού manager, αλλά αυτό το πρότυπο αρχίζει να αντικαθίσταται από ένα νέο, που εξαπλώνεται και το συναντάμε σιγά σιγά πλέον σε ολόκληρη την Ευρώπη και όχι μόνο στην Αγγλία. Ειδικά στην Αγγλία, αυτός που ουσιαστικά άσκησε τη βαθύτερη επίδραση ώστε τα χαρακτηριστικά του manager να αλλάξουν δεν είναι άλλος από τον Αρσέν Βενγκέρ.
Τον Αλσατό «τεχνικό» της Αρσεναλ που έφερε πάρα πολλές αλλαγές στο αγγλικό ποδόσφαιρο. Από τον τρόπο προπόνησης και προετοιμασίας, τη διατροφή, τη διαχείριση των ποδοσφαιριστών, την οργάνωση του συλλόγου και τέλος στον ίδιο τον τρόπο του παιχνιδιού. Η ομάδα του Τζορτζ Γκρέιαμ, με την εμμονή στη μακρινή μπαλιά και τις σέντρες, η «βαρετή Αρσεναλ» (boring, boring Arsenal όπως τραγουδούσαν στις κερκίδες), μεταμορφώθηκε από τον Βενγκέρ από Σταχτοπούτα σε πριγκίπισσα.
Η αλλαγή στο πρότυπο και τα χαρακτηριστικά του manager και του προπονητή έχει αρχίσει να ενσωματώνει πολλά από τα στοιχεία του Βενγκέρ, που είχε συνολική εικόνα για την ομάδα. Από τα τμήματα υποδομής, τις αγωνιστικές δυνατότητες των ποδοσφαιριστών του, τα οικονομικά της ομάδας και πάει λέγοντας. Φυσικά, η αλλαγή στα χαρακτηριστικά του προπονητή ήταν μια φυσική συνέπεια των αλλαγών που έφερε στο παιχνίδι η παγκοσμιοποίηση και τα πολλά χρήματα.
Οι Αγγλοι, ειδικά, από τον καιρό που άρχισαν να εμπιστεύονται ξένους προπονητές άρχισαν να «ανοίγουν» το ποδόσφαιρό τους στον κόσμο. Η οργανωτικότητα και το laptop του Μπενίτεθ, οι επικοινωνιακές δυνατότητες του Μουρίνιο και η ικανότητα προσαρμογής του «παλιού» Αλεξ Φέγκιουσον στα νέα δεδομένα προέβαλλαν σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη –και στον υπόλοιπο κόσμο- αυτή τη νέα εικόνα που άρχισε να ταυτίζεται πολύ με την αποτελεσματικότητα και την καλή οικονομική διαχείριση.
Ο τρόπος που θα αξοιοποιούσε κάποιος προπονητής (αν και νομίζω ότι ο όρος πρέπει να αντικατασταθεί από τον όρο manager) τα μεταγραφικά κονδύλια, και η δυνατότητά του να δημιουργεί κέρδη για την ομάδα άρχισαν να θεωρούνται εξίσου σημαντικά –αν όχι σημαντικότερα- από την ικανότητά του να επιλέγει το καλύτερο αγωνιστικό σύστημα και να παίζει θεαματικό ποδόσφαιρο.
Η σύνδεση του αγωνιστικού αποτελέσματος με το χρήμα υπαγόρευσε αυτήν τη στροφή, με αποτέλεσμα σταδιακά στους πάγκους των συλλόγων να κάθονται νέοι managers που έχουν αυτά τα προσόντα, και οι «παλιοί» προπονητές περνούν στο περιθώριο ή όσο μπορούν ακόμη κάθονται σε πάγκους εθνικών ομάδων, που σε μερικές περιπτώσεις μεταβάλλονται σε «νεκροταφεία ελεφάντων».
Η ισπανική περίπτωση
Με το τέλος της περσινής περιόδου στη Γαλλία, έγινε μεγάλη κουβέντα για τον ρόλο που έπαιξε στην επιτυχία της Μπορντό ο Λοράν Μπλαν, που ταιριάζει πολύ περισσότερο στο αγγλικό πρότυπο του manager. Ενα πρότυπο που –μπολιασμένο από τις νέες απαιτήσεις- αρχίζει να κερδίζει έδαφος και στη Γαλλία. Ομως, η χώρα στην οποία μπορεί κάποιος να δει όλο και περισσότερους νέους –και κυρίως Ισπανούς- προπονητές στους πάγκους των ομάδων είναι η Ισπανία. Μία χώρα που, σε αντίθεση με την Αγγλία, ήταν ανοιχτή στις ξένες επιδράσεις και ίσως αυτό να εξηγείται.
Οι Αγγλοι διέδωσαν το ποδόσφαιρο σε όλο τον κόσμο, αλλά πάντα είχαν μια παραδοσακή εχθρότητα να δεχθούν οτιδήποτε δεν ήταν «βρετανικό», ιδιαίτερα στο ποδόσφαιρο, ακόμη και μετά το χαστούκι που δέχθηκαν το 1953 από τους Ούγγρους με εκείνη την ήττα με 6-3 στο Γουέμπλεϊ.
Στην ισπανική λίγκα, μόνο 3 προπονητές δεν είναι Ισπανοί (ο Σάντσεζ στην Αλμερία, ο Ποτσετίνο στην Εσπανιόλ κι ο Πελεγκρίνι στη Ρεάλ) και στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι νέοι. Ο Μίτσελ, ο Εμερι, ο Ρεσίνο, ο Βαλβέρδε, ο Γκουαρντιόλα είναι πέντε από τα καλύτερα νέα ονόματα προπονητών στην Ισπανία, που αντιπροσωπεύουν αυτή τη «νουβέλ βαγκ».
Μια γενιά που έχει άλλο τρόπο προσέγγισης στο παιχνίδι, πολύ λιγότερο «ασφυκτικό» από αυτόν που είχαν οι παλιοί προπονητές, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αδιαφορεί στα ζητήματα πειθαρχίας. Επειδή σε επίπεδο αγωνιστικής τακτικής οι νεωτερισμοί, πλέον, σπανίζουν και σχεδόν όλοι –σε τεχνικό επίπεδο- «ξαναδιαβάζουν» πράγματα που έχουν δοκιμαστεί στο παρελθόν, φοβάμαι μήπως αυτό το νέο μοντέλο manager στο μέλλον εξελιχθεί έτσι που δεν θα είναι τίποτε λιγότερο από ένα ακόμη εργαλείο του μάρκετινγκ.
Οταν κάποιος έχει στα χέρια του τους καλύτερους ποδοσφαιριστές που κυκλοφορούν στην αγορά, δεν χρειάζεται να είναι «ρέκτης» της προπονητικής.
Το πρότυπο Βενγκέρ ή Μουρίνιο με τις παραλλαγές που μπορεί να δεχθεί πιστεύω ότι θα εξαπλωθεί αναπόφευκτα. Είναι κάτι που επιβάλλουν οι συνθήκες που άλλαξαν το παιχνίδι τα τελευταία χρόνια. Και ίσως αυτές δεν είναι οι μόνες αλλαγές που πρόκειται να δούμε να συμβαίνουν.
Το γελοίον του πράγματος
Το «ωραίο», ή έστω το διασκεδαστικό, με την προεκλογική περίοδο, που τώρα πια γίνεται μέσα από την τηλεόραση (παλιά γινόταν μέσα από τις εφημερίδες όπου δεν υπήρχε κρατικό μονοπώλιο), είναι πως οι όποιες αντιπαραθέσεις μεταξύ εκπροσώπων των δύο μεγάλων κομμάτων δεν γίνονται επί της ουσίας αλλά είναι ένα κυνήγι ατάκας και εξυπνακισμού. Παράλληλα, είναι τόσο προβλέψιμες οι τοποθετήσεις τους που γίνονται αφόρητα βαρετές.
Εκείνο που αποκομίζεις παρακολουθώντας τους είναι πως έχουν υιοθετήσει μια συμπεριφορά παρόμοια με αυτήν που θα επιδείκνυε ένας οποιοδήποτε ελεύθερος επαγγελματίας, αν ένιωθε την ανάγκη να υπερασπιστεί τη δουλειά του. Και όπως στο εμπόριο εκείνο που προέχει είναι να πείσεις τον πελάτη ότι η επιλογή του είναι η καλύτερη, εκθειάζοντας το προϊόν –χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται πάντα στην πργματικότητα-, έτσι συμβαίνει σήμερα και με την πολιτική.
Η αλήθεια δεν έχει καμία σχέση με το «πολιτικό προϊόν» ή τις συμπεριφορές των πολιτικών. Αλλωστε, αν σε όλη αυτή την ιστορία είχε κάποια θέση η αλήθεια, δεν θα είχε τον πρώτο ρόλο η τηλεόραση.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.