Παλαιότερες

Γιατί δεν μου αρέσει το ποδόσφαιρο της Εθνικής

SportDay

«Μα καλά, θα κάτσεις να δεις την Εθνική;». «Ναι, θα τη δω». «Σοβαρά τώρα, σου αρέσει η Εθνική;» «Η Εθνική μου αρέσει. Το ποδόσφαιρο που παίζει, όχι». «Γιατί τη βλέπεις τότε;». «Για πολλούς λόγους. Επειδή είναι η Εθνική, δηλαδή η εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου προς τα έξω. Και θέλω να ξέρω πώς φαινόμαστε στους άλλους. Μετά γιατί πάντα ελπίζω ότι θα δω κάτι διαφορετικό από την Εθνική ομάδα. Γιατί θέλω να δω πώς θα ενσωματωθούν και τι θα κάνουν οι νέοι ποδοσφαιριστές στην ομάδα. Γιατί δεν θέλω να χάσω την πιθανότητα να δω ένα παιχνίδι που μπορεί να είναι ιστορικό. Γιατι μου αρέσει να βλέπω ποδόσφαιρο είτε στην τηλεόραση είτε στο γήπεδο και να φαντάζομαι τι θα έκανα αν βρισκόμουν στη θέση του προπονητή, ειδικά αν πρόκειται για ομάδες που γνωρίζω. Τη βλέπω, επίσης, για επαγγελματικούς λόγους».

«Είσαι από αυτούς που τους έκανε περήφανους η Εθνική το 2004 και περιμένεις να σε ξανακάνει;». «Στην Πορτογαλία η Εθνική δεν με έκανε περήφανο. Χαρούμενο με έκανε. Πάρα πολύ χαρούμενο, μάλιστα. Την Εθνική υπερηφάνεια τη συνδέω με πολύ σημαντικότερα πράγματα». «Και βλέπεις πάντα ομάδες που ξέρεις ότι δεν θα παίξουν καλό ποδόσφαιρο ή –για να το πω πιο σωστά– που παίζουν κακό ποδόσφαιρο;». «Οχι. Οταν είμαι σίγουρος ότι θα δω ομάδες που θα προσφέρουν κακό θέαμα, ούτε στο γήπεδο πάω ούτε την τηλεόραση ανοίγω. Αλλά εδώ δεν πρόκειται για συλλογικό ποδόσφαιρο. Σου είπα πριν από λίγο μία σειρά από λόγους για τους οποίους βλέπω την Εθνική. Εσύ κλείνεις την τηλεόραση όταν δείχνει την ομάδα σου και δεν παίζει καλά;».

«Ε, όχι, αλλά...». «Αλλά είναι η ομάδα σου... τη βλέπεις. Μπορεί να ρίχνεις τα μπινελίκια σου, αλλά τη βλέπεις». «Ναι, ρε παιδί μου, αλλά εμένα η ομάδα μου μου έχει δώσει χαρές, πρωταθλήματα, Kύπελλα, καλές εμφανίσεις στην Ευρώπη με μεγάλες νίκες». «Και μένα μου έχει δώσει χαρές η Εθνική. Και οι εθνικές δεν είναι σύλλογοι. Παίζουν λιγότερα παιχνίδια και οι όροι του ανταγωνισμού είναι κάπως χειρότεροι, ξέρεις». «Δηλαδή, τι εννοείς;». «Ας πούμε η ομάδα σου ή μάλλον όχι η ομάδα σου, ας πούμε η Ρεάλ, αν κάποια στιγμή χρειαστεί ένα δεξί μπακ, έναν αμυντικό χαφ ή έναν επιθετικό, βγαίνει στην αγορά και κάνει τη μεταγραφή που χρειάζεται για να ενισχυθεί. Οι εθνικές ομάδες δεν έχουν τέτοιες πολυτέλειες. Και υπάρχει μία ακόμη παράμετρος που δεν θα πρέπει να σου διαφεύγει. Εκτός από τις μεγάλες νίκες εκτός ή εντός έδρας, η διάκριση για τις εθνικές ομάδες είναι η πρόκριση στα τελικά μεγάλων διοργανώσεων. Το Παγκόσμιο Κύπελλο, το Euro, τέτοια πράγματα». «Ναι, το καταλαβαίνω αλλά όλα αυτά ακούγονται σαν δικαιολογίες, επειδή η Εθνική δεν παίζει καλό ποδόσφαιρο».

«Μα, δεν μπορεί... Από τους Ελληνες ποδοσφαιριστές που έχει επιλέξει ο Ρεχάγκελ και για να παίξεις ένα ποδόσφαιρο πιο επιθετικό, πιο θεαματικό, ένα ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας, θέλεις και ανάλογους ποδοσφαιριστές. Για πες μου ποιοι Ελληνες μεσοεπιθετικοί και επιθετικοί αγωνίζονται στις ομάδες της Σούπερ Λίγκας; Και ποια από τα ταλέντα τους, τα Ελληνάκια, οι ομάδες τα προωθούν στις βασικές τους ενδεκάδες και τους δίνουν παιχνίδια, δηλαδή παραστάσεις και εμπειρίες; Και θα σου πω και κάτι ακόμη. Στο ποδόσφαιρο ισχύει αυτό που έγραψε ο ποιητής: "Καθείς και τα όπλα του". Αυτός είναι ο τρόπος της Εθνικής με τις δυνάμεις που, τώρα, έχει. Αν την κατηγορείς γιατί δεν παίζει διαφορετικά, είναι σαν να κατηγορείς τους Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες που δεν βγήκαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στην ανοικτή πεδιάδα». «Και τι λες; Θα κερδίσουν σήμερα;». «Θα μου άρεσε. Αλλά και με ισοπαλία μια χαρά εξυπηρετείται ο στόχος. Το θέαμα όχι, αλλά είπαμε, αυτό μπορούμε».

Χρήμα και θέαμα

Δεν αποτελεί κανένα τρομερό μυστικό ότι παρά την οικονομική κρίση, το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο επιβιώνει χάρη στην τηλεόραση, στην οποία άλλωστε οφείλει τα εμπορικά χαρακτηριστικά του, αλλά και την οικονομική ανισότητα που δημιουργεί. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν τα πολλά χρήματα βελτίωσαν τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά του παιχνιδιού, παρ' όλο που πολλοί πιστεύουν ότι τα τηλεοπτικά δισεκατομμύρια έκαναν κακό στο θέαμα. Το φυλάκισαν σε μία φθοροποιό στασιμότητα, αφού εκείνο που προέχει είναι η διασφάλιση τη νίκης –συχνά με κάθε μέσο– που εξασφαλίζει χρήματα και κέρδη και ακολουθεί το θέαμα. Ενα θέαμα που σπάνια το απολαμβάνει κάποιος, αφού το ποδόσφαιρο, φυλακισμένο σε ένα «αγκάλιασμα» ελληνορωμαϊκής πάλης που γίνεται στο κέντρο του γηπέδου, στερείται τόλμης, φαντασίας και εντυπώσεων. Οπως ακριβώς και η πολιτική που έχει εγκλωβιστεί στον κεντρώο χώρο (ένα χώρο που δεν είναι τίποτα λιγότερο από τον ορισμό της απόλυτης συντήρησης με χαρακτηριστικά τα οποία αποδομούν το έθνος-κράτος), αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

Η Αγγλία, ως γνωστόν, ήταν η πρώτη χώρα στην οποία επισημοποιήθηκε ο «γάμος» της τηλεόρασης με το ποδόσφαιρο το 1992. Εκείνη η πρώτη τηλεοπτική συμφωνία έφερε ένα τεράστιο ποσό χρημάτων στα ταμεία των ομάδων, που έχοντας πολύ μεγάλη ρευστότητα άρχισαν να ξοδεύουν αφειδώς και χωρίς προγραμματισμό. Αποτέλεσμα ήταν να μαζευτούν στο αγγλικό πρωτάθλημα πάρα πολλοί ξένοι και –σε πολλές περιπτώσεις– καλοί ποδοσφαιριστές, να γίνουν δραστικές αλλαγές στη φυσιογνωμία των ομάδων που μετατράπηκαν σε επιχειρήσεις, να λιγοστέψουν οι ευκαιρίες για τους γηγενείς ποδοσφαιριστές και να περάσει το ποδόσφαιρο σε μία άλλη εποχή. Στην εποχή που ονομάστηκε «digital era», ψηφιακή εποχή. Και αυτό επεκτάθηκε σε όλη την Ευρώπη. Θυμάμαι τι έλεγε ο πρόεδρος της Αρσεναλ στη συνέντευξη Τύπου παρουσίασης του Μπέργκαμπ, ο οποίος τότε θα έπαιρνε 15 χιλιάδες λίρες τη βδομάδα: «Μπήκαμε σε μία εποχή τρέλας και κάναμε και εμείς μία μεγάλη». Τότε ο Μπέργκαμπ έπαιρνε τα περισσότερα. Τώρα ο Τέρι παίρνει 170.000 την εβδομάδα, το ποδόσφαιρο όμως –το παιχνίδι μέσα στο γήπεδο– πόσο πολύ έχει αλλάξει;

Τηλεοπτικό παραμύθι

Είναι μια πραγματικότητα. Με ενοχλεί βέβαια, αλλά η κατάσταση δεν νομίζω ότι αντιστρέφεται. Ο δημόσιος διάλογος για τα πολιτικά ζητήματα δεν γίνεται εκεί όπου θα έπρεπε, αλλά στην τηλεόραση. Επίσης εκείνο που εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κάποιος είναι ότι δεν πρόκειται καν για διάλογο. Για παράλληλους μονόλογους πρόκειται σε αναζήτηση της «ατάκας», δηλαδή του εντυπωσιασμού. Μάλιστα ο επιθετικός προσδιορισμός (τηλεοπτικός) του μονολόγου των πολιτικών –σχεδόν αποκλειστικά των μεγάλων κομμάτων– προδιαγράφει και τη σχέση του με την ουσία. Η ουσία απαιτεί συζήτηση σε βάθος και με επιχειρήματα, κάτι που απαιτεί χρόνο και δεν είναι καθόλου θεαματικός. Και η τηλεόραση πουλάει χρόνο και θέαμα. Οχι ουσία. Ετσι λοιπόν σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου που θα ξεδιπλωθεί μπροστά στις κάμερες, το ψέμα και η παραπλάνηση θα έχουν την τιμητική τους. Οπως και η υπερπροβολή των δύο μεγάλων κομμάτων που νέμονται τα έσοδα του κράτους και τα μοιράζουν σε «πελάτες» ψηφοφόρους και «χρηματοδότες» επενδυτές. Ολα, φυσικά, γίνονται με την επίκληση στο εθνικό συμφέρον. Βλέπετε, πριν από κάθε έγκλημα, πρέπει να υπάρχει φροντίδα για το άλλοθι.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x