Παλιό το κόλπο. Τελευταίο οχυρό των (πάσης φύσεως) ενόχων είναι η διάχυση των ευθυνών σε πολλούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις η συγκεκριμένη γραμμή υπεράσπισης διαθέτει λογικό έρεισμα. Σε άλλες το φταίξιμο δεν νοείται να διαιρείται, αλλά να πολλαπλασιάζεται. Κάτι το οποίο πάντοτε συμβαίνει όταν η κρατική εξουσία είναι ο βασικός δράστης σε ένα μεγάλο –και συνεχές– έγκλημα, όπως αυτό της καταστροφής δασικών εκτάσεων.
Δεκαετίες τώρα, η ίδια ιστορία. Τα κροκοδείλια δάκρυα υπουργών και πρωθυπουργών μαζί με τα αποκαΐδια συνθέτουν το οικοδομικό υλικό της μετέπειτα «αξιοποίησης» –ναι, έτσι τη λένε– των καμένων περιοχών. Σκέτα τα υποκριτικά δάκρυα γίνονται μελάνι, με το οποίο υπογράφονται τα… κατάλληλα ρυθμιστικά σχέδια, αποφάσεις όπως αυτή του Σουφλιά για την Πάρνηθα (τη θυμίσαμε χθες), τσιμεντοποιήσεις και μη αναδασώσεις.
Πώς να μην παράγει νέους εμπρηστές η αθλιότητα που αδιαλείπτως δικαιώνει τις προσδοκίες των –προηγούμενων ή παράπλευρων– εμπρηστών; Μολονότι στην υπόθεση Βατοπεδίου λανσαρίστηκε η θεωρία των «παραπλανημένων υπουργών», η βλακεία είναι κομματάκι δύσκολο να αναγνωριστεί ως λόγος αθώωσης της πολιτικής εξουσίας. Τι άλλο θα μπορούσε να σταθεί τουλάχιστον ως ελαφρυντικό; Απολύτως τίποτε.
Οι νουθεσίες του τύπου «να δούμε τις ευθύνες που έχουμε εμείς, ως πολίτες, ως κοινωνία, με τη νοοτροπία και τη δίψα μας να χτίζουμε όπου βρούμε» είναι κατ' αρχάς ευπρόσδεκτες, αλλά συνήθως μένουν στο «κατ' αρχάς» και δεν προχωρούν ρούπι.
Για δύο λόγους. Ο πρώτος: δεν είμαστε όλοι ίδιοι για να τσουβαλιαστούμε σαν πατάτες στο «εμείς». Ο δεύτερος -και κυριότερος: η αξία τέτοιων κοινωνιολογικών, ηθολογικών αναλύσεων χάνεται εκεί που εμφανίζεται ο πειρασμός να χρησιμοποιηθούν ως ασπίδες όσων έχουν το πεπόνι και το μαχαίρι. Τότε, συγγνώμη, αυτές οι προτροπές μόνο βερεσέ αξίζει να ακούγονται.
Ας υποθέσουμε ότι μια κυβέρνηση αποφασίζει ξαφνικά, για κάποιους μυστηριώδεις λόγους, να νομιμοποιήσει –ντε φάκτο ή και επισήμως– ορισμένα αδικήματα. Π.χ. την παραχάραξη, τη δωροληψία και τους βιασμούς. Είναι βέβαιο ότι σε λίγο καιρό στη μισή Ελλάδα θα κυκλοφορούν πλαστά χαρτονομίσματα. Είναι βέβαιο ότι σε κάθε τρεις τύπους που θα συναντάς στον δρόμο ο ένας θα στάζει, σαν εκείνα τα πιστόλια για τα οποία μάθαμε στα παιδικά μας χρόνια, διαβάζοντας Λούκι Λουκ.
Εκείνα, ντε, με τις λαδωμένες λαβές που μόλις έκανες πως τα τράβαγες από τη θήκη το πάτωμα του σαλούν γινόταν σαν τηγάνι έτοιμο να υποδεχθεί πατάτες. Είναι, τέλος, βέβαιο ότι τσούρμα στερημένων νταβραντισμένων θα κυκλοφορούν με το πέος ακάλυπτο κι ετοιμοπόλεμο και θα απειλούν όσες γυναίκες βλέπουν μπροστά τους.
Θα έλεγε ποτέ κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις «να κοιτάξουμε τις ευθύνες μας ως πολίτες και να μην τα ρίχνουμε όλα στην κυβέρνηση, η οποία απλώς συμβιβάζεται με το πάθος μας για το εύκολο χρήμα και για το σεξ που συνδυάζεται με επιβολή επί των γυναικών»; Προφανώς όχι - κι αν το έλεγε, θα τον έπαιρναν με τις λεμονόκουπες. Γιατί στην ευχή, λοιπόν, να αναγνωρίσουμε ελαφρυντικά στις κυβερνήσεις που ανανεώνουν επί δεκαετίες, με τρόπο… θεσμικά εγγυημένο, το έγκλημα της ξεδιάντροπης περιβαλλοντικής καταστροφής;
Επειδή ο κυρ Βασίλης κι ο κυρ Μελέτης «ψωνίστηκαν» και θεώρησαν ότι το εξοχικό τους έπρεπε να χτιστεί μέσα στο δάσος του βουνού, διότι αν το έφτιαχναν στους πρόποδες ναι μεν θα ανάσαιναν καθαρό αέρα, αλλά δεν θα απέπνεαν οι ίδιοι αέρα… κοινωνικής ανέλιξης; Ναι, έχουν τεράστιες ευθύνες και απύθμενη ανοησία ο κυρ Βασίλης και ο κυρ Μελέτης. Ε, και; Η ματαιοδοξία τους –τεχνηέντως καλλιεργηθείσα κι αυτή– συνευρίσκεται με τα συμφέροντα εργολάβων και κατασκευαστών, γεννιούνται τα συνήθη τέρατα, αλλά η μήτρα (πολιτική βούληση) και το μαιευτήριο (θεσμικές «τακτοποιήσεις») γράφουν στην ούγια «κρατική εξουσία».
Το να χαίρεσαι επειδή κάηκαν κάμποσα από τα σπίτια που είχαν χτιστεί σε τοποθεσίες αετοφωλιάς είναι σαν να ετοιμάζεσαι να πυροβολήσεις τον σκορπιό ο οποίος κάθισε στο μέτωπό σου. Τον πετυχαίνεις, αλλά δεν προλαβαίνεις να το χαρείς. Οχι μόνο διότι δεν είναι αποκλειστικώς και μόνο αυθαίρετα –έστω και παλιά– όσα κτίσματα καταστράφηκαν ή κινδύνεψαν, αλλά κυρίως επειδή τη νύφη την πληρώνουν εκατομμύρια ανθρώπων που μένουν στο αθηναϊκό τσιμεντένιο σαρδελοκούτι ή -ευρύτερα- στο αττικό σεληνιακό (πλέον) τοπίο.
Τα δέντρα και το οξυγόνο έχουν ανεκτίμητη αξία για τους ανθρώπους, αλλά καμία αξία χρήσης για τους ταμίες, τους φοροεισπράκτορες, τους πωλητές «φιλέτων» -έξοχα το έγραψε χθες ο Χαραλαμπόπουλος. Ο,τι ζούμε σήμερα είναι η φρικτή –αλλά προβλέψιμη– εξέλιξη ενός αναπτυξιακού και οικιστικού μοντέλου που ανέτειλε στη μεταπολεμική Ελλάδα των 50s. Σήμερα ο απόγονος εκείνου του μοντέλου της μεγάλης αστυφιλίας κηρύσσει την περιβαλλοντική νεκροφιλία - τη συμφιλίωση με την ιδέα της πλήρως απονεκρωμένης φύσης. Κι αναζητεί νεκρές ψυχές να το ανεχθούν.
ΥΓ.: συνέχεια την επόμενη φορά -ασφαλώς και δεν ξεχάσαμε τον δήμαρχο τον «Δενδροφάγο». Αλίμονο.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.