Το 1990 τα φώτα όλου του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου ήταν στραμμένα στην Ιταλία, καθώς η γειτονική μας χώρα είχε καταφέρει κάτι μοναδικό, να έχει στην κατοχή της και τα τρία ευρωπαϊκά Κύπελλα. Η Μίλαν των «ιπτάμενων» Ολλανδών Φαν Μπάστεν, Γκούλιτ και Ράικαρντ με το Πρωταθλητριών, η Γιουβέντους με το ΟΥΕΦΑ και η Σαμπτόρια με το Κυπελλούχων είχαν κάνει όλη την Ευρώπη να μιλάει ιταλικά.
Την ίδια περίοδο όμως σε κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης και συγκεκριμένα στο Βέλγιο θα ξεκινούσε να παίζεται ένας άλλος αγώνας, όχι ποδοσφαιρικός, αλλά δικαστικός, που έμελλε να αλλάξει για πάντα το χαρακτήρα του «βασιλιά των σπορ». Ένας άσημος Βέλγος ποδοσφαιριστής ο Ζαν Μαρκ Μποσμάν θα ξεκινούσε ένα δικαστικό «Γολγοθά» που θα κρατούσε πέντε χρόνια και όταν στις 15 Δεκεμβρίου του 1995 έβγαινε η απόφαση που τον δικαίωνε, τίποτα πια δε θα ήταν το ίδιο στον ποδοσφαιρικό χάρτη.
ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΟΛΑ
Θα μπορούσε να είναι κουίζ σε κάποιο παιχνίδι. Πώς γίνεται ένας ποδοσφαιριστής που δεν έπαιξε ποτέ σε υψηλό επίπεδο να αλλάξει ριζικά το μέλλον του ποδοσφαίρου; Κι όμως γίνεται, αφού ο Ζαν Μαρκ Μποσμάν δε χρησιμοποίησε τα πόδια του αλλά το μυαλό του για να το πετύχει. Η ιστορία ξεκινάει το 1990 όταν ο 28χρονος - τότε - Βέλγος αγωνιζόταν στην RC Λιέγης και το συμβόλαιο που είχε με την ομάδα έφτανε στη λήξη του. Η Λιέγη πρότεινε στον Βέλγο μέσο να μειωθούν οι αποδοχές του και από 120.000 βελγικά φράγκα που έπαιρνε, θα έπρεπε να αρκεστεί στα 90.000.
Αυτό ήταν φυσικά κάτι που δεν άρεσε στον Μποσμάν και έτσι άρχισε να αναζητά προτάσεις από άλλους συλλόγους προκειμένου να συνεχίσει την καριέρα του σε κάποια ομάδα με καλύτερες αποδοχές. Η USL Δουνκέρκη ήταν η ομάδα στη Β΄ κατηγορία της Γαλλίας που του έκανε την καλύτερη πρόταση. Η απάντηση από τη Λιέγη ήταν αρνητική αφού οι Βέλγοι δεν πείστηκαν ότι ο γαλλικός σύλλογος μπορεί να πληρώσει τα λεφτά της μεταγραφής (τότε έπρεπε να πάρει λεφτά και ο σύλλογος από τον οποίο έφευγε ο παίκτης) και έτσι «πάγωσαν» οι διαπραγματεύσεις.
Ο Μποσμάν βρέθηκε να παίζει με τις «ρεζέρβες» της ομάδας, αλλά δεν έπαψε ούτε στιγμή να σκέφτεται πως θα ξέφευγε από τα «δίχτυα» της Λιέγης. Προσέλαβε μια ομάδα νέων δικηγόρων και «πατώντας» στη Συνθήκη της Ρώμης ξεκίνησε το ταξίδι προς την προσωπική δικαίωση. Η Συνθήκη της Ρώμης που είναι ο θεμέλιος λίθος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι κάθε εργαζόμενος είναι ελεύθερος να εργάζεται σε όποια χώρα – μέλος της Ένωσης επιθυμεί. Η ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων όμως μέχρι να εμφανιστεί ο Βέλγος δεν είχε αγγίξει το ποδόσφαιρο .
Η βελγική ομοσπονδία όπως και η UEFA τάχθηκαν εναντίον του Μποσμάν και η υπόθεση κατέληξε στο Ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο . Η απόφαση 5 χρόνια αργότερα θα προκαλούσε αναστάτωση στον ποδοσφαιρικό κόσμο αφού θα άλλαζε ριζικά τα ως τότε δεδομένα. Συγκεκριμένα η απόφαση έλεγε πως κάθε ποδοσφαιριστής που είναι πολίτης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορεί να αγωνίζεται χωρίς περιορισμούς σε οποιαδήποτε ομάδα της Ένωσης. Ο παίκτης θα είναι ελεύθερος να επιλέξει την ομάδα της αρεσκείας του, για να συνεχίσει την καριέρα του και θα έχει το δικαίωμα να διαπραγματευτεί έξι μήνες πριν τη λήξη του συμβολαίου του, χωρίς η παλιά του ομάδα να έχει οικονομικές απολαβές από αυτό.
Η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει για το Βέλγο ποδοσφαιριστή που δεν έγινε γνωστός για τη μπάλα που έπαιζε, αλλά για το πείσμα του να δικαιωθεί. Η απόφαση σταθμός, γνωστή ως νόμος «Μποσμάν» άλλαξε τη ζωή πάρα πολλών ποδοσφαιριστών, αλλά όχι του ίδιου του Βέλγου. Όχι μόνο δεν πήρε την πολυπόθητη μεταγραφή για τη Δουνκέρκη αλλά τερμάτισε άδοξα την καριέρα του το 1996 και σήμερα προσπαθεί δύσκολα να τα βγάλει πέρα. Πριν από λίγα χρόνια έδωσε μια συνέντευξη στο περιοδικό της UEFA κάνοντας έναν απολογισμό: «Είμαι περήφανος γιατί έκανα ότι μπορούσα για να βοηθήσω τους ποδοσφαιριστές και να κυνηγήσω το όνειρό μου. Πρέπει όλοι να καταλάβουν ότι έπραξα ότι μου υπαγόρευε η συνείδηση μου. Και ας μη γελιέται κανείς: αν δεν ήμουν εγώ, κάποιος άλλος θα είχε βγει μπροστά για να αμφισβητήσει το σύστημα…».
ΤΑ «ΘΥΜΑΤΑ» ΤΟΥ «ΜΠΟΣΜΑΝ»
Λίγους μήνες μετά από την καθιέρωση του πολυσυζητημένου νόμου, όπως ήταν φυσικό άρχισαν να υπάρχουν οι πρώτες αλυσιδωτές αντιδράσεις στο ποδοσφαιρικό στερέωμα. Το κλίμα που είχε δημιουργηθεί σηματοδοτούσε το τέλος μιας εποχής και ο αθλητισμός άνοιγε μια καινούρια σελίδα στην ιστορία του. Άρχισε σιγά – σιγά να αλλοιώνεται η ταυτότητα των συλλόγων αφού στις τάξεις τους έμπαιναν ανεξέλεγκτα παίκτες από όλες τις χώρες της Ένωσης.
Τον Μάιο του 1995 ο Άγιαξ κατέκτησε το Τσάμπιονς Λίγκ με οκτώ από τους έντεκα παίκτες του να προέρχονται από το Άμστερνταμ και τις γύρω περιοχές. Λίγο καιρό αργότερα από το καλοκαίρι του 1996 τα «μωρά» του Φαν Γκαάλ άρχισαν σταδιακά να μεταγράφονται σε ξένους συλλόγους και το 1998 μετά τη μαζική έξοδο από την υπερομάδα του ’95 είχαν μείνει μόνο δύο, ο Φαν ντερ Σαάρ και ο Λιτμάνεν.
Το πρώτο μεγάλο «θύμα» της υπόθεσης Μποσμάν ήταν πλέον γεγονός. Οι αλλαγές δε θα μπορούσαν να αφήσουν αμέτοχη τη «Μέκκα» του ποδοσφαίρου. Στην Αγγλία οι ομάδες άρχισαν να απαρνούνται την παράδοση και τη βαριά ιστορία και το ποδοσφαιρικό αγγλικό λόμπι άρχισε να γίνεται ένα πολυεθνικό «μωσαϊκό» που σήμερα στις τάξεις του μπορεί να βρει κανείς παίκτες που κατάγονται από όλες τις γωνιές του πλανήτη. Έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που αγγλική ομάδα κατέβασε ενδεκάδα στο παιχνίδι αποτελούμενη από έντεκα Άγγλους παίκτες.
Ήταν η Άστον Βίλα που στις 27 Φεβρουαρίου του 1999 παρέταξε ομάδα χωρίς ξένους. Λίγο καιρό αργότερα τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου η Τσέλσι του Βιάλι έκανε ακριβώς το αντίθετο, παρέταξε εντεκάδα μόνο με ξένους παίκτες. Πριν από λίγα χρόνια μια ακόμα αγγλική ομάδα, η Άρσεναλ σε αγώνα Τσάμπιονς Λιγκ δεν είχε ούτε έναν Άγγλο στη αποστολή της, αφού ο Αρσέν Βενγκέρ δήλωσε δεκαοκτάδα μόνο με ξένους. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ το 2004 ανάμεσα στην Πόρτο και την Μονακό στο «Αουφ Σάλκε Αρένα» οι παίκτες των δύο ομάδων προέρχονταν από δεκαέξι χώρες. Το παράδοξο στις υπόθεσης είναι ότι οι παίκτες δεν ήταν μόνο από την Ευρώπη αλλά από χώρες όπως το Τόγκο, το Κονγκό και την Νότιο Αφρική και είχαν εξασφαλισμένο κοινοτικό διαβατήριο για να μπορούν να μετακινούνται ελεύθερα σε όποιον ευρωπαϊκό σύλλογο επιθυμούσαν.
Και φυσικά επειδή στην Ελλάδα πασχίζουμε για να εναρμονιστούμε με τα ευρωπαϊκά δεδομένα δε θα μπορούσαμε να μείνουμε αμέτοχοι σε αυτό. Τα ποδοσφαιρικά μας σύνορα έχουν ανοίξει για τα καλά και κάθε μεταγραφική περίοδο (όπως αυτή που ζούμε αυτές τις μέρες) οι ομάδες της χώρας μας κοντράρονται για το ποια θα φέρει τους καλύτερους ξένους παίκτες.
Η Αθλέτικ Μπιλμπάο η μοναδική ομάδα που μαζί με την Ρεάλ Μαδρίτης και τη Μπαρτσελόνα δεν έχει υποβιβαστεί ποτέ στην Ισπανία, επιμένει να έχει στο ρόστερ της μόνο Βάσκους. Κάποιοι έχουν κατηγορήσει το σύλλογο για εθνικισμό ωστόσο τα μέλη της ομάδας απαντούν με ένα σλόγκαν: «Δεν χρειαζόμαστε τους εισαγόμενους, έχουμε τους δικούς μας παίκτες και οπαδούς» («Con cantera y aficion, no hace falta importacion»).
ΠΟΣΟ ΚΑΝΕΙ 6 + 5 ;
Τα τελευταία χρόνια η ελεύθερη διακίνηση των ποδοσφαιριστών έχει επιφέρει μεγάλη αλλοίωση στο χαρακτήρα των ομάδων με αποτέλεσμα να υπάρξουν αντιδράσεις. Ο πρόεδρος της FIFA Ζεπ Μπλάτερ προσπαθεί τα τελευταία χρόνια να σταματήσει τον «κατήφορο» των συλλόγων. Ο Ελβετός ήταν ο εμπνευστής του κανονισμού ‘6 + 5’. Ο συγκεκριμένος νόμος λέει πως κάθε ομάδα θα πρέπει όταν ξεκινάει το παιχνίδι να εμφανίζει στο γήπεδο 6 γηγενείς (τουλάχιστον) που θα έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην εθνική ομάδα της χώρας τους και 5 ξένους παίκτες. Ωστόσο δε θα απαγορεύεται οι σύλλογοι να έχουν στην κατοχή του περισσότερους ξένους αλλά να μην τους χρησιμοποιούν όλους μαζί.
Αυτό, βέβαια είναι αντιφατικό αφού ως γνωστό στο ποδόσφαιρο γίνονται μόνο τρεις αλλαγές, άρα κανείς σύλλογος δε θα «φορτωθεί» ξένους που στην πραγματικότητα δε θα μπορεί να χρησιμοποιήσει. Επιπλέον, το 6+5 υποστηρίζει έναν άλλο ευρωπαϊκό νόμο, σχετικά με την κατοχή του ευρύτερου και δικαιότερου πιθανού ανταγωνισμού και τον περιορισμό της συγκέντρωσης των πόρων χρηματοδότησης και των οικονομικών μονοπωλίων. Αυτή είναι η κατεύθυνση που πηγαίνει το ποδόσφαιρο ισχυρίζεται ο πρόεδρος της FIFA. Στα πέντε κύρια ευρωπαϊκά πρωταθλήματα προς το παρόν, τα τέσσερα πέμπτα των ομάδων μάχονται για να αποφύγουν τον υποβιβασμό σε χαμηλότερες κατηγορίες. Αυτό δεν είναι ένα σημάδι ότι ποδόσφαιρο είναι υγείες. Είναι η απόδειξη ότι μια μειονότητα ομάδων τα ελέγχει όλα - χρήματα, παίκτες και Μέσα. Το σχέδιο του Μπλάτερ, τον έχει φέρει αντιμέτωπο, όπως ήταν αναμενόμενο με τους μεγάλους ευρωπαϊκούς συλλόγους και με ενώσεις ποδοσφαιριστών. Όπως ισχυρίζονται το σχέδιο του Ελβετού αντίκειται στη κοινοτική νομοθεσία περί ελεύθερης μετακίνησης εργαζομένων στην Ένωση. Ο πρόεδρος της παγκόσμιας ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας έχει στο πλευρό του και διεθνείς ομοσπονδίες άλλων ομαδικών αθλημάτων όπως βόλεϊ, μπάσκετ, χάντμπολ χόκεϊ, καθώς και της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής και του προέδρου της Ζακ Ρογκ.
Ένας ακόμη σύμμαχος του ‘6+5’ είναι το ΙΝΕΑ (Ανεξάρτητο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Υποθέσεων) που στην έκθεση του υποστηρίζει πως το να ορίσεις πόσοι ξένοι έχουν το δικαίωμα να αγωνίζονται σε μια ομάδα δεν αφορά την το κοινοτικό δίκαιο, αλλά είναι κανόνας του παιχνιδιού. Ο Μπλάτερ ισχυρίζεται πως θέλει με τον τρόπο αυτό να ενισχύσει το ταλέντο των νεαρών ποδοσφαιριστών και να προστατέψει τις εθνικές ομάδες.
Επίσης λέει πως στόχος του είναι η αυτονομία του αθλητισμού. Στις αρχές του προσεχή Οκτώβρη εφόσον η Ιρλανδία υπερψηφίσει της Συνθήκη της Λισαβόνας (αφού ήδη τα 26 από τα 27 μέλη της κοινότητας την έχουν υπερψηφίσει) θα αλλάξει το τοπίο στον αθλητισμό. Η Συνθήκη αναγνωρίζει την ιδιαιτερότητα στον αθλητισμό αναφορικά με τις εργασιακές σχέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα καταργηθεί λοιπόν ο νόμος «Μποσμάν» και ο αθλητισμός θα λειτουργεί κάτω από ειδικό καθεστώς. Το ‘6+5’ στα μαθηματικά ξέρουμε όλοι πόσο κάνει, μένει να δούμε πόσο κάνει στο ποδόσφαιρο.
Επιμέλεια: Εμμανουέλα Σταματοπούλου
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.