Στη Μίλαν, που έχει ιδιοκτήτη τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, το να εκφράζονται διαφορετικές απόψεις μοιάζει φυσιολογικό. Ο «καβαλιέρε» έχει ασκήσει ανοιχτά στο παρελθόν κριτική στο πώς πρέπει να παίζει η ομάδα, έχει ζητήσει να αγωνίζονται κάποιοι αγαπημένοι του παίκτες, ενώ μόλις πριν από λίγες μέρες έκανε λόγο για ευθύνη του Κάρλο Αντσελότι στο ότι χάνεται το φετινό πρωτάθλημα.
Ο αντιπρόεδρος και άνθρωπος που τρέχει την καθημερινότητα στην ομάδα, ο Αντριάνο Γκαλιάνι, δεν έκανε κάποιο σχόλιο, αλλά αυτός στήριξε όλα αυτά τα χρόνια τον προπονητή και ίσως να το ξανακάνει, αν χρειαστεί. Σε μία ομάδα με τους τίτλους και τις επιτυχίες της Μίλαν το να λέει κάτι αυτός που βάζει τα λεφτά δεν είναι και νόμος! Μιλάμε για τον πρωθυπουργό της Ιταλίας, τον πανίσχυρο μεγιστάνα της τηλεόρασης και τον άνθρωπο που έβγαλε τη Μίλαν από τα «πέτρινα χρόνια» της, στη δεκαετία του '80, και τη μετέτρεψε στην κορυφαία ευρωπαϊκή ομάδα της τελευταίας 20ετίας, αλλά ποτέ δεν ήταν αυτός που έπαιρνε δικτατορικές αποφάσεις!
Στην Ελλάδα το αντίθετο αυτής της λογικής επικρατεί στον Ολυμπιακό επί εποχής Σωκράτη Κόκκαλη, όπως για χρόνια γινόταν και στον ΠΑΟ με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη. Γι' αυτό και μου φάνηκε απόλυτα υγιές να βγαίνει ένας βασικός παίκτης του Ολυμπιακού και να λέει ξεκάθαρα πως διαφωνεί με την απομάκρυνση Βαλβέρδε. Ο Αντώνης Νικοπολίδης δεν χρειάζεται να σκέφτεται διπλά πριν εκφράσει την άποψή του. Είναι αυτός που είναι, με τίτλους, με διακρίσεις, με επιτυχίες αλλά κυρίως με μία επαγγελματική συμπεριφορά που δεν επιτρέπει αμφισβητήσεις.
Οταν λέει πως «το είχα πει πριν, το λέω και τώρα πως ο Βαλβέρδε έπρεπε να μείνει», δεν θέλει να αμφισβητήσει την κρίση του Κόκκαλη, αλλά να τον βοηθήσει. Ουσιαστικά του στέλνει ένα μήνυμα πως θα έπρεπε αντί της παρωδίας που λεγόταν «διοικητικό συμβούλιο», όπου συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν και να συμφωνήσουν πως ο πρόεδρος έχει δίκιο, καλό θα ήταν ο Σωκράτης Κόκκαλης να φώναζε τον Νικοπολίδη, τον Τζόρτζεβιτς, τον Γκαλέτι, τον Ντιόγο και να τους ζητούσε ξεκάθαρα να του πουν τι πιστεύουν για τον προπονητή. Αυτό που ο Μπερλουσκόνι έκανε πολλές φορές, μιλώντας με τον Μπαρέζι, τον Μαλντίνι και τον Φαν Μπάστεν για να μαθαίνει τι λένε αυτοί που ιδρώνουν τη φανέλα στο γήπεδο. Τρεις φορές στο παρελθόν άλλαξε γνώμη για προπονητή και πήγε με τα νερά των ανθρώπων που έχουν την ευθύνη να αγωνίζονται και να κερδίζουν.
Το ότι ο Αντσελότι έμεινε στη θέση του μετά το κάζο της Πόλης το 2005, όταν η Λίβερπουλ ανέτρεψε την κατάσταση από 0-3 και άρπαξε το Κύπελλο, το οφείλει στον Γκαλιάνι αλλά και στον Ιντσάγκι, τον Κακά και τον Μαλντίνι. Δύο χρόνια μετά η Μίλαν πήρε ρεβάνς στην Αθήνα για την ήττα της, ακριβώς επειδή δεν μπήκε στον πειρασμό της εύκολης λύσης, αλλά επέλεξε τον δρόμο τον λιγότερο ταξιδεμένο, που γράφει και ο ποιητής, αυτόν της υπομονής και της λογικής.
Ο Μπερλουσκόνι λέει συχνά πως αυτοί που τρέχουν την ομάδα οφείλουν να τον συγκρατούν διότι λειτουργεί παρορμητικά. Στον Ολυμπιακό ο Σωκράτης Κόκκαλης έχει σκεφτεί ποτέ να αφουγκραστεί την κοινή γνώμη; Και αν κάνει λάθος, έχει το θάρρος να το αποδεχτεί και να κάνει πίσω; Αυτό είναι πιο δύσκολο και από το να τραγουδήσει στη Σκάλα του Μιλάνου η Εφη Σαρρή!
Δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του
Τη χρονιά που ανακοινώνει το «αντίο» στη διαιτησία ο Κύρος Βασσάρας, με διαφορά ο κορυφαίος Ελληνας διαιτητής της τελευταίας 20ετίας και ας μην αρέσει αυτό σε κάποιους, βλέπουμε να υπάρχει άξιος διάδοχός του στο πρόσωπο του Τάσου Κάκκου. Και το γράφω αυτό, μολονότι έλεγα το πρώτο διάστημα που τον έβλεπα να σφυρίζει πως ήταν απαράδεκτος! Ομολογώ πως μας διέψευσε όλους. Γιατί ο Κερκυραίος ρέφερι ήταν με διαφορά ο κορυφαίος της σεζόν, έχοντας μάλιστα την ευθύνη σε πολλά και δύσκολα ματς. Η διαιτησία του στον τελικό του Κυπέλλου ήταν υποδειγματική.
Στην Τούμπα την Κυριακή συμφωνώ πως έπρεπε να αποβάλει και τον Σιμάο, αλλά και μόνο που είχε τα κότσια να βγάλει την κόκκινη σε αυτό το ανόητο παλικάρι που ακούει στο όνομα Γκαρσία, πρέπει να του απονείμει κάποιος τα εύσημα.
Ο Κάκκος δεν κωλώνει από έδρες και –το κυριότερο– βγάζει μία εικόνα που αρέσει στους ανθρώπους της ΟΥΕΦΑ, αφού δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του και αυτό είναι από μόνο του αρκετό. Ο δρόμος για καριέρα με το σήμα της ΦΙΦΑ είναι ορθάνοιχτος μπροστά του, φτάνει να συνεχίσει να σφυρίζει ό,τι ακριβώς βλέπει, ακόμη κι αν κάνει λάθη. Ο κόσμος μακροπρόθεσμα αυτό εκτιμά και καταλαβαίνει ποιοι κάνουν δημόσιες σχέσεις, ποιοι δέχονται εντολές τι να σφυρίζουν και ποιοι είναι απόλυτα αποστασιοποιημένοι.
Οσο για τον Βασσάρα, πρέπει η ΕΠΟ να τον εκμεταλλευτεί είτε σε ρόλο αρχιδιαιτητή ή οπουδήποτε αλλού θα ήταν χρήσιμος, διότι είναι πολυτέλεια άνθρωποι με τη δική του ακεραιότητα να μένουν εκτός ποδοσφαίρου.
Μέσα στη συνολική μιζέρια του ελληνικού ποδοσφαίρου, ευτυχώς, υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Βασσάρα που πήγε στο Μουντιάλ το 2002, αλλά και στα Euro του 2000 (ως τέταρτος) και του 2008, κάτι ασύλληπτο για Ελληνα ρέφερι.
Ο Βασίλης Νικάκης, ο οποίος το 1994 ήταν πολύ άτυχος που δεν επιλέχτηκε για το Μουντιάλ, ο Χρήστος Μίχας, ο οποίος στη δεκαετία του '70 ήταν η πιο σπουδαία περίπτωση, αλλά η κάκιστη διαιτησία του στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων μεταξύ Μίλαν και Λιντς το 1973 του έκλεισε την πόρτα του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1974, ο Λέλος Βαμβακόπουλος, που επίσης εκείνη την εποχή σφύριζε σε μεγάλα ματς, αλλά μία πολύ κακή παρουσία σε έναν προημιτελικό του Πρωταθλητριών μεταξύ Αγιαξ και Αρσεναλ το 1972 του «τελείωσε» τη διεθνή καριέρα και ο Μάκης Γερμανάκος, ο οποίος το 1989 σφύριξε σε τελικό Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ ανάμεσα σε Νάπολι και Στουτγκάρδη και άφησε τον Μαραντόνα να πάρει την μπάλα με το χέρι πριν κερδίσει ένα πέναλτι, ήταν οι κορυφαίοι μας στο παρελθόν, αλλά πάντα μία κακή διαιτησία φρέναρε τις φιλοδοξίες τους.
Με όλο τον σεβασμό, όμως, σε όλους τους προηγούμενους, ο Κύρος Βασσάρας διέθετε την αύρα των σπουδαίων διαιτητών που επιβάλλονται με το παράστημα και το βλέμμα. Ηταν δείγμα της εμπιστοσύνης της διεθνούς ομοσπονδίας στο πρόσωπό του ότι του ανατέθηκε ο τελικός τον Νοέμβρη του '99, στο Ουέλινγκτον της Νέας Ζηλανδίας για το Παγκόσμιο Νέων μεταξύ Βραζιλίας και Αυστραλίας. Ομως δεν κατάφερε να σφυρίξει σε τελικό Τσάμπιονς Λιγκ, κάτι που έφτασε πολύ κοντά να γίνει το 2007 στην Αθήνα, αλλά την τελευταία στιγμή παίχτηκε άσχημη ίντριγκα στο παρασκήνιο.
Φυσικά στην Ελλάδα της γκρίνιας και της κακομοιριάς τον χρησιμοποιούσαμε σε… μεγάλα παιχνίδια τύπου Ακράτητος - Αιγάλεω τη στιγμή που η ΟΥΕΦΑ τού εμπιστευόταν, και δύο φορές μάλιστα, κόντρες ανάμεσα σε Μπαρτσελόνα και Λίβερπουλ, της Μπάγερν με τη Γιουβέντους, τον ημιτελικό της Μίλαν με την Αϊντχόφεν ή ματς της Τσέλσι, της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, της Ρόμα και της Αρσεναλ, της Βαλένθια, συνολικά 41 στην κορυφαία ευρωπαϊκή διοργάνωση!
Εδώ είναι Βαλκάνια, που έλεγε και ο Σαββόπουλος.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.