Ο φετινός τίτλος στο NCAA κατέληξε στην Βόρεια Καρολίνα και τους «Tar Heels» των Τάι Λόσον και Τάιλερ Χάνσμπρο. Αρκετοί από τους φετινούς πρωταθλητές θα μας απασχολήσουν στο ντραφτ, πόσοι όμως θα μετατραπούν σε «αστέρες» πρώτης γραμμής στα επόμενα χρόνια; Παραδοσιακά τους τίτλους στο κολεγιακό τους φέρνουν οι προπονητές κι η ομαδική δουλειά κι έτσι σπάνια οι πρωταθλητές του NCAA πρωταγωνιστούν και στο επαγγελματικό πρωτάθλημα. Το www.sport-fm.gr ετοίμασε και σας παρουσιάζει ένα αφιέρωμα γι’ αυτές τις περιπτώσεις, των πρωταθλητών του κολεγιακού που «ξεχώρισαν» και στο ΝΒΑ.
Μπιλ Ράσελ (Σαν Φραντσίσκο)
Ο πρώτος κολεγιακός «θρύλος» που έκανε σπουδαία καριέρα στο ΝΒΑ ήταν ο Μπιλ Ράσελ. Σπουδαία καριέρα; Ίσως η λέξη «σπουδαία» φαντάζει φτωχή για να περιγράψει την πορεία ενός ανθρώπου που κατέκτησε 11 πρωταθλήματα και βγήκε πέντε φορές MVP. Σε όλα αυτά, συνυπολογίστε και δυο τίτλους στο κολεγιακό πρωτάθλημα που πήρε φορώντας την φανέλα του κολεγίου του Σαν Φραντσίσκο (USF).
Τα αθλητικά προσόντα του Ράσελ ήταν απίστευτα για την εποχή του και, παρότι οι άνθρωποι του πανεπιστημίου δεν εντυπωσιάστηκαν αμέσως από τις επιδόσεις του, η προσήλωσή του σ’ αυτό που έκανε κι η εξαίσια αμυντική παρουσία του τον βοήθησαν να κάνει την διαφορά και να οδηγήσει το κολέγιο του σε δυο συνεχόμενους τίτλους (1955, 1956), αλλά και σε 55 συνεχόμενες νίκες. Ο Ράσελ είχε στα κολεγιακά του χρόνια μέσο όρο 20,7 πόντους αλλά και 20,3 ριμπάουντ ανά παιχνίδι. Το 1956 αποφάσισε να αφήσει το κολέγιο και να ενταχθεί στους Celtics του Ρεντ Άουερμπαχ. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία…
Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ (UCLA)
Ο Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ (το πραγματικό του όνομα ήταν Φέρντιναντ Λιούις Άλτσιντορ Τζούνιορ) έπαιξε μια ολόκληρη εικοσαετία στο NBA (1969-1989) και πέτυχε 38.387 πόντους, ρεκόρ που του δίνει τη θέση του πρώτου σκόρερ όλων των εποχών. Πήρε έξι πρωταθλήματα κι ανακηρύχθηκε ισάριθμες φορές MVP της λίγκας και δυο των τελικών. Παρόλα αυτά, ο Τζαμπάρ, ως Λιούις Άλτσιντορ, καθώς το άλλαξε αργότερα, υπήρξε ένας «θρύλος» από τα πρώτα του κιόλας βήματα, καθώς κατέκτησε τρία κολεγιακά πρωταθλήματα με το UCLA κι αμέτρητες προσωπικές διακρίσεις.
Στην πρώτη του χρονιά δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής στην κανονική ομάδα, σύμφωνα με τους τότε κανονισμούς. Το 1967, το 1968 και το 1969 όμως, ο Τζαμπάρ και το UCLA ήταν ασταμάτητοι, κατακτώντας τρεις σερί τίτλους και χάνοντας, μέσα σε τρεις χρονιές, μόλις δυο παιχνίδια! Δεν χρειάζεται να σας πούμε ότι ο εντυπωσιακός σέντερ «σάρωσε» τις προσωπικές διακρίσεις (καλύτερος παίκτης του πρωταθλήματος και των τελικών και τις τρεις σεζόν).
Το όνομα του είναι γραμμένο με «χρυσά γράμματα» στον πίνακα των σχολικών ρεκόρ του σπουδαιότερου κολεγίου των Ηνωμένων Πολιτειών. Κατέχει, μεταξύ άλλων, τα εξής ρεκόρ: Περισσότεροι πόντοι σε μια σεζόν (870), Μεγαλύτερος μέσος όρος πόντων σε μια σεζόν (29,0), Μεγαλύτερος μέσος όρος πόντων συνολικά (26,4), Περισσότεροι πόντοι σε ένα παιχνίδι (61). Το 1969 μεταπήδησε στο ΝΒΑ και το Μιλγουόκι.
Μπιλ Ουόλτον (UCLA)
Το UCLA, εκτός από το να παίρνει πρωταθλήματα, έχει παράδοση και στο να «βγάζει» σπουδαίους ψηλούς. Έτσι, εκτός από τον Τζαμπάρ, από το κολέγιο του Λος Άντζελες πέρασε κι ανδρώθηκε μπασκετικά κι ο «μεγάλος» Μπιλ Ουόλτον. Ο λευκός σέντερ, ο οποίος στο ΝΒΑ κατέκτησε δυο πρωταθλήματα με διαφορετικές ομάδες (Πόρτλαντ, Βοστόνη), είχε ήδη ανακηρυχθεί δις πρωταθλητής στο κολέγιο, ενώ μ’ εκείνον στις «τάξεις» του το UCLA πέτυχε ένα «στοιχειωμένο» ρεκόρ.
Συγκεκριμένα, από την περίοδο 1971-72 έως την περίοδο 1973-74, η ομάδα του Ουόλτον έκανε 88 (!) συνεχόμενες νίκες, κατακτώντας αήττητη δυο τίτλους (το 1972 κέρδισε στον τελικό την Φλόριντα και την επόμενη χρονιά το Μέμφις). Εκείνη την περίοδο οι «Bruins» δεν κέρδιζαν απλώς, αλλά «σάρωναν» τους αντιπάλους τους με διαφορές συχνά άνω των 30 και των 40 πόντων. Τελικά, έχασαν ένα παιχνίδι κανονικής περιόδου κόντρα στο Νοτρ Νταμ με 71-70 (το οποίο μάλιστα, ήταν κι η τελευταία ομάδα που τους είχε νικήσει το 1971!) και μια δεύτερη ήττα στην «March Madness» του 1974 ήταν αρκετή για να τους στερήσει τον τρίτο συνεχόμενο τίτλο. Ο Ουόλτον, κάπως απογοητευμένος που δεν αποχώρησε σαν πρωταθλητής, αλλά έχοντας «μαζέψει» κάθε είδους προσωπική διάκριση για άλλη μια χρονιά, δήλωσε συμμετοχή στο ντραφτ του ΝΒΑ κι επιλέχθηκε στο νούμερο 1 από το Πόρτλαντ.
Έρβιν «Μάτζικ» Τζόνσον (Μίσιγκαν Στέιτ)
Τι να πει κανείς για τον άνθρωπο τον οποίον όλοι θυμούνται ως «Μάτζικ» και σχεδόν κανείς με το πραγματικό, καθημερινό όνομά του (Έρβιν). Ο Τζόνσον υπήρξε ο πρώτος πλέι μέικερ που ξεπερνούσε τα δυο μέτρα και συνδύαζε δύναμη κι ύψος με ταχύτητα, σκοράρισμα και ριμπάουντ με ασίστ. Όσα κάνει σήμερα ο Λεμπρόν Τζέιμς, ο «Μάτζικ» τα έκανε τριάντα χρόνια πριν.
Στο Κολέγιο αγωνίστηκε για δυο χρόνια με την φανέλα του Μίσιγκαν Στέιτ. Μάλιστα, πείστηκε να αγωνιστεί εκεί, όταν ο προπονητής του, Τζουντ Χέθκοουτ του υποσχέθηκε την θέση του βασικού πόιντ γκαρντ. Οι «Spartans» έφτασαν και τις δυο σεζόν στα τελικά, έμελλε όμως στη δεύτερη (και τελευταία για τον «Μάτζικ») να είναι κι εκείνοι που πανηγύρισαν στο τέλος. Έτσι, το 1979 στον τελικό το Μίσιγκαν αντιμετώπισε την Ιντιάνα του Λάρι Μπερντ, σε ένα παιχνίδι που, μέχρι και σήμερα, θεωρείται το ματς που έχουν παρακολουθήσει οι περισσότεροι άνθρωποι στην ιστορία του κολεγιακού μπάσκετ. Οι «Spartans» νίκησαν με 75-64, με πολυτιμότερο παίκτη τον Τζόνσον, ο οποίος, αμέσως μετά, αποχώρησε για το NBA και τους Λέικερς , με τους οποίους, έναν χρόνο μετά, θα επαναλάμβανε τα κολεγιακά του επιτεύγματα.
Τζέιμς Ουόρθι (Βόρεια Καρολίνα)
Δεν είναι μικρό πράγμα να θεωρείσαι ο «σταρ» μιας ομάδας που έχει τον Μάικλ Τζόρνταν στις «τάξεις» της. Βέβαια, όταν ο «αέρινος» βρήκε τον Ουόρθι στους «Tar Heels», ο τελευταίος ήταν ήδη τριτοετής. Μαζί κατέκτησαν το πρωτάθλημα του 1982. Ο Τζόρνταν ήταν εκείνος που πέτυχε το νικητήριο καλάθι απέναντι στο Τζόρτζταουν, από την άλλη όμως, ο Ουόρθι πέτυχε 28 πόντους κι έκανε το κλέψιμο που «σφράγισε» την νίκη της Βόρειας Καρολίνας. Συν τοις άλλοις, ο μετέπειτα φόργουορντ του Λος Άντζελες ανακηρύχθηκε πολυτιμότερος παίκτης της τελικής φάσης.
Την επόμενη χρονιά ο, γεννηθείς το 1961 στην Βόρεια Καρολίνα, Ουόρθι αποφάσισε να μην ολοκληρώσει τις σπουδές του και να δοκιμάσει την τύχη του στο ΝΒΑ. Το νούμερο 1 κι οι Λέϊκερς τον περίμεναν. Μαζί και τα τρία, επαγγελματικά, πρωταθλήματα που θα κατακτούσε στα επόμενα χρόνια.
Μάικλ Τζόρνταν (Βόρεια Καρολίνα)
Ο, κατά πολλούς, μεγαλύτερος παίκτης όλων των εποχών, έκανε σπουδαία καριέρα στο NCAA, χαρίζοντας στο κολέγιο στο οποίο αγωνιζόταν, εκείνο της Βόρειας Καρολίνας, ένα πρωτάθλημα (1982). Παρότι είχε νιώσει την απόρριψη, λόγω ύψους, στο γυμνάσιο, ο έφηβος, τότε, Μάικλ, ψήλωσε 10 πόντους σε ένα καλοκαίρι, μπήκε στην ομάδα και το νερό μπήκε στ’ αυλάκι…
Το 1981 ο 18χρονος γκαρντ βρήκε στους «Tar Heels» τους Τζέιμς Ουόρθι και Σαμ Πέρκινς. Ο παίκτης, που φόρεσε το νούμερο 23, αναδείχθηκε Καλύτερος Πρωτοετής εκείνη την χρονιά στο κολεγιακό πρωτάθλημα. Το τέλος της σεζόν βρήκε την Βόρεια Καρολίνα του Τζόρνταν να παίζει στον τελικό του φάιναλ-φορ με το Τζόρτζταουν του Πάτρικ Γιούιν και να είναι το φαβορί για τον τίτλο. Χρειάστηκε, ωστόσο, ένα σουτ του τελευταίου δευτερολέπτου από τον «freshman» Μάικλ για να κάμψουν οι «Tar Heels» την αντίσταση των αντιπάλων τους και να αναδειχθούν για δεύτερη φορά πρωταθλητές στην ιστορία τους.
Ο μετέπειτα «αέρινος» Μάικλ Τζόρνταν έμεινε για τρία χρόνια στην Βόρεια Καρολίνα, αλλά δεν κατάφερε ξανά να πάρει τον τίτλο, παρότι το 1984 «σάρωσε» τις ατομικές διακρίσεις. Στο τέλος εκείνης της χρονιάς αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στο ντραφτ του NBA, όπου κι επιλέχθηκε στο νούμερο 3 από το Σικάγο. Το 1986 επέστρεψε στην Βόρεια Καρολίνα και πήρε το πτυχίο του.
Πάτρικ Γιούιν (Τζόρτζταουν)
Ο παίκτης που συνέδεσε το όνομά του, όσο κανένας άλλος στην σύγχρονη ιστορία, με τους Νικς, είχε προλάβει να γίνει «θρύλος» στο κολέγιο του Τζόρτζταουν. Ο λόγος για τον Πάτρικ Γιούιν, έναν από τους καλύτερους σέντερ όλων των εποχών στον «μαγικό» κόσμο του NBA, ο οποίος το 1984 πανηγύρισε το κολεγιακό πρωτάθλημα με τους «Hoyas».
Ο Γιούιν γεννήθηκε το 1962 στην Τζαμάικα και μετανάστευσε με την οικογένεια του στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν ήταν 11 χρονών. Το 1981 επέλεξε το Τζόρτζταουν επειδή ήθελε να συνεργαστεί με τον κόουτς Τζον Τόμπσον. Στην πρώτη του χρονιά στο NCAA ο 19χρονος, τότε, ψηλός έπαιξε τελικό, αλλά «έπεσε» πάνω στην Βόρεια Καρολίνα και τους «Tar Heels». Την μεθεπόμενη χρονιά, έμελλε να εγκαινιαστεί μια κόντρα που θα κρατούσε για χρόνια στα παρκέ του NBA, καθώς οι «Hoyas» βρέθηκαν ξανά στον τελικό, όπου κι επικράτησαν, αυτή τη φορά, του Houston του Χακίμ Ολάζουον! Ο Γιούιν ψηφίστηκε ως ο καλύτερος παίκτης της τελικής φάσης.
Την επόμενη χρονιά ο Τζαμαϊκανός σέντερ «μάζεψε» ατομικές διακρίσεις, έπαιξε έναν ακόμα τελικό, τον τρίτο σε τέσσερα χρόνια, αλλά εκεί το φαβορί και νούμερο 1 Τζορτζτάουν, σε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις όλων των εποχών στο NCAA, υπέστη «ταπεινωτική» ήττα από την «άσημη» Βιλανόβα. Ο Γιούιν εκείνο το καλοκαίρι αποχώρησε για το NBA (όπου επιλέχθηκε στο 1 από την Νέα Υόρκη), ως ένας από τους καλύτερους παίκτες στην ιστορία του κολεγιακού πρωταθλήματος.
Γκραντ Χιλ (Ντιούκ)
Ο Γκραντ Χιλ (που αγωνίζεται ακόμα στο ΝΒΑ για λογαριασμό του Φοίνιξ), θεωρήθηκε, όταν εμφανίστηκε στο πρωτάθλημα, ότι θα γινόταν ο αντικαταστάτης του Τζόρνταν. Τόσο μεγάλη καριέρα πίστευαν κάποιοι ότι θα έκανε. Τα αθλητικά προσόντα τα είχε και με το παραπάνω, τα βασικά του αθλήματος το ίδιο κι ήταν ένας από τους θεαματικότερους παίκτες που είχε δει η λίγκα. Οι τραυματισμοί τον πρόδωσαν κι έτσι παρότι έγινε όνομα πρώτης γραμμής, δεν έφτασε στο επίπεδο που πολλοί προσδοκούσαν. Δεν κατέκτησε ποτέ κάποιον τίτλο στο ΝΒΑ. Τα είχε όμως ήδη καταφέρει πριν πάει εκεί.
Συγκεκριμένα, πήρε δυο πρωταθλήματα με το Ντιούκ του «θρυλικού» Μάικ Σιζέφσκι. Παρότι δεν ήταν ο «σταρ» της ομάδας (τον τίτλο αυτό κατείχε ο παλαιότερος Κρίστιαν Λάετνερ), ο Χιλ ήταν μάλλον το συστατικό που έλειπε από το γευστικό μείγμα που είχε φτιάξει στο Ντιούκ ο «κόουτς Κ». Ως πρωτοετής πήρε τον τίτλο απέναντι στο Κάνσας, ενώ την επόμενη χρονιά το «σκηνικό» επαναλήφθηκε με «θύμα» αυτή τη φορά το Μίσιγκαν.
Την πρώτη χρονιά, στα προημιτελικά, σε ένα μνημειώδες παιχνίδι, το Ντιούκ κέρδισε το Κεντάκι παρότι δυο δεύτερα πριν το τέλος ήταν πίσω στο σκορ με 103-102 και με την επαναφορά στην περιοχή του. Ο Χιλ πέταξε με απίστευτο τρόπο την μπάλα στον Λάετνερ, ο οποίος πρόλαβε να σουτάρει και να πετύχει ένα καλάθι που έμεινε γνωστό στην ιστορία του αμερικάνικου μπάσκετ ως «The Shot»! Ο Γκραντ Χιλ κράτησε το Ντιούκ σε υψηλό επίπεδο μετά κι από την φυγή των παλαιότερων και το 1994 έφτασε την ομάδα ουσιαστικά μόνος του στον τελικό, όπου κι έχασε από το Αρκάνσας. Στο τέλος εκείνης της σεζόν μεταπήδησε στο ΝΒΑ και το Ντιτρόιτ.
Καρμέλο Άντονι (Σίρακιουζ)
Το 2003 το Σίρακιουζ κατέκτησε τον πρώτο (επίσημα καταγεγραμμένο) και μοναδικό του τίτλο στο NCAA. Επίτευγμα που θα έμοιαζε με ανέκδοτο αν οι «πορτοκαλί» δεν είχαν στις «τάξεις» τους τον Καρμέλο Άντονι. Ο χαρισματικός φόργουορντ, που τα τελευταία χρόνια κάνει καριέρα στο NBA και το Ντένβερ, πρόλαβε στον έναν, μόλις, χρόνο που πέρασε από το κολέγιο να κατακτήσει τον τίτλο του πρωταθλητή, αλλά και να αναδειχτεί πολυτιμότερος παίκτης της τελικής φάσης.
Στον ημιτελικό το κολέγιο του Καρμέλο αντιμετώπισε εκείνο του Τέξας. Ο Άντονι πέτυχε 33 πόντους, περισσότερους από οποιονδήποτε άλλο πρωτοετή στην ιστορία σε παιχνίδι επιπέδου φάιναλ-φορ. Στον τελικό ο «Μέλο» έκανε το χρέος του, σκοράροντας άλλους 20 και μαζεύοντας δέκα «σκουπίδια» εναντίον του Κάνσας, οδηγώντας την ομάδα του στην επικράτηση. Ο παίκτης έχει δηλώσει, κατά το παρελθόν, πως αρχικά σκεπτόταν να μένει 2-3 χρόνια στο κολέγιο. Μετά όμως από την κατάληξη που είχε αυτή η πρώτη «μαγική» χρονιά με το Σίρακιουζ, αποφάσισε πως δεν είχε τίποτα παραπάνω να δώσει και δήλωσε συμμετοχή για το ντραφτ του ΝΒΑ.
Επιμέλεια: Δημοσθένης Καραγιαννόπουλος
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.