«Tον Νοέμβριο του 1969 το Ισραήλ έζησε στιγμές φρενίτιδας, όταν η ποδοσφαιρική ομάδα της χώρας προκρίθηκε για πρώτη και μοναδική φορά στην ιστορία της σε Παγκόσμιο Κύπελλο καθοδηγούμενη από τον μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό σταρ όλων των εποχών για τη χώρα, τον Μορντεχάι Σπίγκλερ. Γεννημένος το 1944, ο Σπίγκλερ ήταν ο σκόρερ και ηγέτης της εθνικής και της Μακάμπι Νετάνια, παίρνοντας πρώτος τον δρόμο προς την Ευρώπη, αγωνιζόμενος στη Ρασίνγκ Παρί, στις αρχές της δεκαετίας του '70. Αργότερα, έγινε και ο πρώτος από τους παλιούς παίκτες που δούλεψε και ως τηλεσχολιαστής.
Στις 13 Νοεμβρίου 1999 η ποδοσφαιρική ομοσπονδία του Ισραήλ τίμησε την ομάδα που το 1970 συμμετείχε για πρώτη φορά σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η τελετή αυτή έλαβε χώρα πριν από το ματς-μπαράζ κόντρα στη Δανία. Πίστευαν πως θα ήταν η βραδιά που το Ισραήλ θα οδηγούνταν και πάλι σε τελική φάση ύστερα από 32 χρόνια. Ο Χαϊμέ Ρεβίβο (τότε σταρ της Θέλτα του Βίγκο) θεωρείται ό,τι πληρέστερο ποδοσφαιρικά έβγαλε μετά το 1980 η χώρα αυτή. Επιλέχθηκε λοιπόν ως ο καταλληλότερος για να απονείμει στον άνθρωπο–σύμβολο, τον Σπίγκλερ, μία τιμητική πλακέτα.
Ηταν μία συμβολική αλλαγή φρουράς ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, την ανάμνηση και την ελπίδα. Μια εικόνα που στο μυαλό όσων βίωσαν την επιτυχία το 1970 έφερε δάκρυα, υπενθυμίζοντας παράλληλα στους νεότερους πως είχε έρθει η δική τους ώρα. Η Δανία όμως αποδείχτηκε κακός μπελάς και δεν άφησε τη γιορτή να ολοκληρωθεί. Χάλασε το πάρτι και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο. Συνέτριψε τους Ισραηλινούς, αφήνοντάς τους την πικρή εκείνη αίσθηση του "τόσο κοντά και συνάμα τόσο μακριά".
Το 1970 ήταν η χρονιά που το Ισραήλ έφτασε στη γη της... ποδοσφαιρικής επαγγελίας με σύγχρονο Μωυσή τον Εμανουέλ Σέφερ. Ο προπονητής "γκουρού" της εποχής είχε αρχίσει να δημιουργεί ένα αξιόμαχο σύνολο από το 1967. Με τον Σπίγκλερ σταρ, τον φορ Σβάγκερ, τον γκολκίπερ Βισόκερ, τον αμυντικό Ζβι Ρόζεν, τον αμυντικό χαφ Πρίμο, αλλά και τον (μετέπειτα προπονητή του Παναθηναϊκού) Γιτζάκ Σουμ να κινεί με μαεστρία τα νήματα, φορώντας τη φανέλα φετίχ των πλέι μέικερ με το δέκα στην πλάτη, το Ισραήλ έφτασε στην πρόκριση έπειτα από μπαράζ με την Αυστραλία. Στο Μεξικό, στην τελική φάση δεν πήγε για τουρισμό. Εχασε δύσκολα από την Ουρουγουάη 2-0, πήρε 1-1 με τη Σουηδία και σταμάτησε στο 0-0 τη (μετέπειτα φιναλίστ) Ιταλία του Ρίβα, του Ματσόλα και του Ριβέρα!
Η ομοσπονδία που κανείς έως τότε δεν ήθελε στην ήπειρό του, είχε μπει στην προκριματική φάση της Ασίας για το Μουντιάλ του Μεξικού, προκειμένου να μην αποκλειστεί και πάλι χωρίς παιχνίδια. Κάτι που συνέβαινε για μεγάλο διάστημα, επειδή οι αραβικές χώρες είχαν ξεκαθαρίσει πως δεν ήθελαν να αγωνίζονται εναντίον της. Η λύση αυτή της ΦΙΦΑ δεν κράτησε πολύ, παρά μόνο έως το 1974. Το Ισραήλ συνέχισε να περιφέρεται ανάμεσα στις συνομοσπονδίες, παρά το γεγονός ότι η ΦΙΜΠΑ (Διεθνής Ομοσπονδία του Μπάσκετ) αποφάσισε να το εντάξει στην ευρωπαϊκή ζώνη για τις δικές της διοργανώσεις.
Οριστικό τέλος στο πρόβλημα έδωσε η ΟΥΕΦΑ το 1991, όταν αποδέχθηκε τους συλλόγους της χώρας στους κόλπους της. Ετσι, από τότε το Ισραήλ ανήκει στην πιο δύσκολη ήπειρο για πρόκριση σε μία μεγάλη διοργάνωση. Συνεπώς, ο βαθμός δυσκολίας ανέβηκε και θεωρήθηκε σχεδόν αδύνατο το να ξαναπροκριθεί η εθνική του ομάδα σε κάποια μεγάλη διοργάνωση.
Το 1992, όταν ανέλαβε ο Σλόμο Σαρφ το πόστο του ομοσπονδιακού τεχνικού, έβαλε ένα πλάνο δεκαετίας. Η χώρα λίγο έλειψε να τραβήξει τον πρώτο λαχνό σε εκείνο το μπαράζ του 1999. Εκτός από τον Ρεβίβο, ο Σαρφ είχε την ευτυχία να διαθέτει μια φουρνιά χαρισματική, με παίκτες όπως ο Μπαντίρ που τότε αγωνιζόταν στη Γουίμπλεντον, ο Μπανίν της Μπρέσια, ο Τελέσνικοφ της Νταντί Γιουνάιτεντ και κυρίως ο Εγιάλ Μπέρκοβιτς που έβγαζε το παντεσπάνι του στη Σέλτικ. Η ποιότητα όμως των Δανών δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπιστεί και ο αποκλεισμός ήρθε φυσιολογικά.
Το Ισραήλ είναι μια χώρα για την οποία το ποδόσφαιρο έχει έντονα πολιτική χροιά. Επίσημα τα τρία μεγάλα κόμματα ελέγχουν και χρηματοδοτούν τις ομάδες. Το μόνο που ενώνει είναι η εθνική ομάδα. Το δεξιό φιλελεύθερο έχει υπό την προστασία του τις Μακάμπι (εννέα σύλλογοι), το αριστερό εργατικό τις Χάποελ (έντεκα σύλλογοι) και το δεξιό συντηρητικό τις δύο Μπεϊτάρ. Ολα αυτά, όμως, μπήκαν στην άκρη, όταν το 1970 ο Σέφερ και οι παίκτες του έκαναν την υπέρβαση όπως και το 1999, όταν παραλίγο να ξανασυμβεί κάτι ανάλογο με τις οδηγίες του Σαρφ.
Η επόμενη φορά που οι Ισραηλινοί ακούμπησαν την πρόκριση, η ιστορία τους είχε και άλλες προεκτάσεις. Στα προκριματικά του Μουντιάλ 2006 αποκλείστηκαν, αν και παρέμειναν αήττητοι! Την επομένη της δύσκολης νίκης με 2-1 επί των Νήσων Φερόε, η οποία κρατούσε ακόμα ζωντανές τις ισχνές ελπίδες για πρόκριση, υπήρξε μία δήλωση σε εφημερίδα του Τελ Αβίβ. Ο σκόρερ Μίχαελ Ζάντμπεργκ ευχαριστούσε τον παίκτη που αντικατέστησε, τον Σουάν, για την ευχή που του έδωσε μπαίνοντας. Τίποτα το περίεργο έως εδώ, μια και αυτή η δήλωση κλισέ έχει επαναληφθεί δεκάδες φορές. Μόνο που σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Σε μια χώρα που ο διχασμός ανάμεσα σε Εβραίους και Αραβες είναι κυρίαρχος, γεγονός αναμενόμενο με όλα αυτά που τους χωρίζουν, είναι πολύ ενθαρρυντικό το ότι η μπάλα προσπαθεί (και καταφέρνει) να ενώσει. Ο Αμπάς Σουάν ήταν ένας από τους τρεις Αραβες που αγωνίζονταν στην εθνική Ισραήλ. Αρχηγός της ομάδας της παλαιστινιακής μεινότητας στη λωρίδα της Γάζας, της Μπνέι Σαχνίν, που κατέκτησε το Κύπελλο Ισραήλ το 2004, ο Σουάν είναι ο καλύτερος φίλος αυτού που τον αντικατέστησε, του Εβραίου Ζάντμπεργκ. Στη χώρα που η Αστυνομία αντιμετωπίζει κάθε Αραβα ως πιθανό τρομοκράτη, δεν λείπουν φυσικά κι οι ακροδεξιοί που αποδοκιμάζουν. Εκείνη τη βραδιά, όμως, Οκτώβριο του 2005, η πλειονότητα σκέπασε με τις φωνές και τις ιαχές της τους λίγους που ήθελαν να επιβάλουν (και σε αυτή την περίπτωση) τη διχόνοια!
Οι ακροδεξιοί, όση ώρα το ματς ήταν στο 1-1, προσπάθησαν να φωνάξουν ένα γνωστό σύνθημα στη Δυτική Οχθη. «Ein Aravim Ein Piguim» που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει: «Οχι Αραβες όχι τρομοκρατία». Οι υπόλοιποι αντέδρασαν παραφράζοντας το σύνθημα σε «Ein Aravim Ein Golim», δηλαδή «Οχι Αραβες όχι γκολ». Σε μια εθνική υπό τον Αβραάμ Γκραντ (μετέπειτα τεχνικό της Τσέλσι), στην οποία οι Παλαιστίνιοι αποτελούσαν σημαντικά στελέχη, η προσπάθεια για πρώτη πρόκριση σε Παγκόσμιο Κύπελλο ύστερα από τρεις και παραπάνω δεκαετίες ένωσε πολλούς.
Αλλωστε ο Σουάν σκόραρε στο τελευταίο λεπτό μιας άλλης κρίσιμης αναμέτρησης με την Ιρλανδία και ο Μπαντίρ έκανε το ίδιο στο ματς με τη Γαλλία, κρατώντας την ομάδα αήττητη και διατηρώντας το όνειρο μιας χώρας ζωντανό. Ο κόσμος έδειξε πως δεν λησμονεί πόσο μεγάλη είναι η συμβολή των αραβόφωνων σε αυτές τις διακρίσεις και γενικότερα υπήρξε μια άμβλυνση των διαφορών. Ή τουλάχιστον όταν αγωνίζεται η εθνική ομάδα, δεν παρατηρούνται ακραία φαινόμενα.
Οταν το 1970 το Ισραήλ είχε πάει στα τελικά του Μεξικού, δεν είχε στην αποστολή άλλη εθνικότητα εκτός από Εβραίους. Ωστόσο, τα τελευταία δέκα χρόνια οι Παλαιστίνιοι μετέχουν όλο και περισσότερο στα δρώμενα και οι ποδοσφαιριστές τους είναι αναπόσπαστα κομμάτια των ρόστερ. Σε αυτή τη χώρα των 6 εκατομμυρίων, το ποδόσφαιρο δεν ήταν ποτέ προτεραιότητα στις επιλογές των κατοίκων. Το μπάσκετ και οι επιτυχίες της Μακάμπι Τελ Αβίβ ήταν πάντα στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων, σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο.
Σε έναν τόπο που ο χάρος παραμονεύει καθημερινά κάθε δραστηριότητα των κατοίκων και που πριν από οκτώ χρόνια η ισραηλινή Αστυνομία σκότωσε 13 Παλαιστίνιους πυροδοτώντας την Ιντιφάντα, την παλαιστινιακή εξέγερση, το να υπάρχουν αραβόφωνοι στην εθνική ομάδα με το άστρο του Δαυίδ έχοντας ίσα δικαιώματα είναι ένα μεγάλο βήμα μπροστά. Και δεν το πέτυχαν χρόνια διαπραγματεύσεων και πολιτικών συνδιαλλαγών, αλλά μία μπάλα κι ένα παιχνίδι!».
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.