Πενήντα ένα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την αεροπορική τραγωδία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Μόναχο. Το κείμενο που ακολουθεί με αφορμή τη μαύρη αυτή επέτειο γράφτηκε από τον Αγγλο δημοσιογράφο Geoffrey Green, ο οποίος υπήρξε για χρόνια επικεφαλής του αθλητικού τμήματος των «Times». Είχε παρακολουθήσει από κοντά τις προσπάθειες των παικτών του Ματ Μπάσμπι στο Κύπελλο Πρωταθλητριών εκείνη τη σεζόν.
«Η ζωή είναι τελικά ζήτημα τύχης… Αν τα ζάρια είχαν έρθει διαφορετικά, θα ήμουν και εγώ εκεί ανάμεσα στα συντρίμμια, στο αεροδρόμιο του Μόναχου. Δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν, σκέφτομαι μερικές φορές… Ξυπνάω μερικά βράδια και νομίζω πως όλα ήταν ένας εφιάλτης... Ναι, θα ανοίξω την ατζέντα και θα πάρω ένα τηλέφωνο τον Τόμι Τέιλορ και θα του ζητήσω εκείνη τη συνέντευξη που μου έχει υποσχεθεί… Ή μάλλον όχι, θα τηλεφωνήσω στον πιτσιρικά, τον Ντάνκαν Εντουαρτς, που με τις απίστευτες επινοήσεις του δεν δείχνει για είκοσι χρόνων μέσα στο γήπεδο…
Μετά συνειδητοποιώ τη σκληρή πραγματικότητα. Εκείνη η καταραμένη νύχτα δεν ήταν όνειρο, ούτε εφιάλτης. Ηταν απλώς μία αληθινή σκηνή αυτού του έργου που παίζουμε όλοι, χωρίς να ξέρουμε το σενάριο. Η ζωή, επιμένω, είναι θέμα τύχης. Και το μυαλό μου ξαναγυρίζει, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, πάντα σε εκείνο το τριήμερο που άρχισε για μένα με μια ζαριά της τύχης, η οποία για μία στιγμή μου φάνηκε εξαιρετικά κακή… Είχα οριστεί από τους «Times» να ακολουθήσω την αποστολή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στον εκτός έδρας αγώνα του Βελιγραδίου με τον Ερυθρό Αστέρα.
Ηδη την ίδια σεζόν, 1957-58, είχα πάει με τους εκπληκτικούς «μπέμπηδες» του Ματ Μπάσμπι τόσο στην Ιρλανδία για το 6-0 επί της Σάμροκ Ρόβερς όσο και στην Πράγα για τον τυπικό αγώνα με την Ντούκλα. Το 3-0 του πρώτου ματς δεν είχε δώσει περιθώρια στους Τσέχους και η ήττα με 1-0 απλώς μάς είχε περιορίσει την κατανάλωση… σαμπάνιας στην επιστροφή. Οταν χτύπησε το τηλέφωνο, ετοίμαζα τη βαλίτσα. Ηταν ο αρχισυντάκτης μου. «Τζεφ, δεν θα πας στο Βελιγράδι, θα μας καλύψει εκεί ο Ντον Ντέιβις.
Σε στέλνω στο Κάρντιφ για το ματς της Ουαλίας με το Ισραήλ. Δεν δέχομαι αντιρρήσεις». Ο ήχος του τηλεφώνου που έκλεινε μου έκοψε τα πόδια. Ο Ντον Ντέιβις δούλευε και στην εφημερίδα του Μάντσεστερ, την τοπική «Guardian». «Τον τυχεράκια, θα πάει στο καλό ματς και εγώ θα τρέχω στην αγγαρεία. Ουαλία-Ισραήλ για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958». Σπουδαία αποστολή, ξανασκέφτηκα. Τέλος πάντων. Γυρίζοντας σπίτι, αργά το βράδυ της 5ης Φεβρουαρίου, οδηγώντας άνοιξα το ραδιόφωνο ψάχνοντας τις ειδήσεις.
Ναι, η Γιουνάιτεντ το είχε καταφέρει, 3-3 μέσα στο Βελιγράδι. Επόμενος σταθμός θα ήταν η Μαδρίτη, το Μιλάνο, ποιος ξέρει. Ωραία… Η νύχτα αυτή, η κλασική βρετανική νύχτα, με το χαλάζι να πέφτει ασταμάτητα, έπαιρνε διαφορετική μορφή… Πιο συμπαθητική, πιο όμορφη… Πού να 'ξερα τι θα ακολουθούσε.
Μπήκα στο σπίτι, έκανα ένα ζεστό μπάνιο, έφτιαξα τσάι, πήρα στα χέρια μου ένα βιβλίο, αλλά τα βλέφαρα λύγισαν σύντομα. Οταν άκουσα το τηλέφωνο να χτυπάει, ήταν πέντε το πρωί. «Ποιος διάολος;», σκέφτηκα. Το σήκωσα και η φωνή του αρχισυντάκτη μού ήταν αγνώριστη. «Τζεφ, έλα αμέσως, σε παρακαλώ. Το αεροπλάνο έπεσε, δεν ξέρουμε τίποτε άλλο». Σοκ. Επεσε; Το ακουστικό μού έφυγε από τα χέρια. Την ώρα που πετούσα κάποια ρούχα επάνω μου, το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.
Ο ξάδερφος μου, ο Τζον Γκριν από το BBC, άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης, όταν σήκωσα το ακουστικό: «Τζέφρεϊ, ζεις, δόξα τω Θεώ». O Τζον δεν ήξερε αν είχα πάει τελικά στο Βελιγράδι και μου αποκάλυψε πως τηλεφώνησε απλώς από κεκτημένη ταχύτητα, χωρίς να πολυπιστεύει πως δεν είχα ακολουθήσει την αποστολή. Τον ρώτησα αν ξέρει τι συνέβη, αλλά και το BBC είχε ελάχιστες πληροφορίες. «Το αεροπλάνο κάνοντας ανεφοδιασμό στο Μόναχο συνετρίβη στην απογείωση. Δεν ξέρουμε τίποτε άλλο».
Οδηγώντας προς τα γραφεία των «Times» η πρώτη μου σκέψη ήταν αν ζει ο άνθρωπος που πήγε αντί για εμένα. Μπαίνοντας στο γραφείο, αυτή ήταν και η πρώτη ερώτηση: «Ο Ντον ζει;». «Μάλλον δεν έζησε κανείς». Θεέ μου, δεν είναι δυνατόν… Η τηλεόραση του BBC είχε έκτακτο δελτίο. Χωρίς, όμως, να μας πει τίποτα καινούργιο. Το ραδιόφωνο μετέδιδε κάθε δέκα λεπτά την είδηση, χωρίς να αναφέρει και αυτό κάτι συγκεκριμένο. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, φαίνεται τραγελαφικό να περνούν οκτώ ώρες μέχρι να αποσαφηνισθεί τι έγινε, ποιοι πέθαναν, γιατί… Κυρίως γιατί. Τότε όμως τα
Μέσα ήταν σχεδόν πρωτόγονα. Πήρα τηλέφωνο τον Γουόλτερ Γουίντερμποτομ, τον μάνατζερ τότε της εθνικής Αγγλίας. Και αυτός είχε τις ίδιες απορίες. Και ο πρώτος για τον οποίο ρώτησε αν ζει ήταν το αγαπημένο του παιδί, ο Ντάνκαν Εντουαρτς. Σε ηλικία 17 ετών τον είχε κάνει διεθνή και στα τρία χρόνια που είχαν περάσει, γύρω από αυτόν και τους Μπερν, Τέιλορ και Πεγκ είχε χτίσει την εθνική που θα πήγαινε το καλοκαίρι στη Σουηδία για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερε πως και οι τέσσερις είχαν χάσει κάτι παραπάνω από ένα Παγκόσμιο Κύπελλο.
Την ίδια τους τη ζωή… Κατά τις έξι το απόγευμα, η ομίχλη είχε σκεπάσει την Αγγλία και δεν πρέπει να υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος στο νησί που να μην είχε πληροφορηθεί τη σκληρή είδηση. Εχοντας ξεκινήσει από το Λονδίνο κατά τις δύο, χρειάστηκα περίπου τέσσερις ώρες, λόγω του καιρού, για να φτάσω στο Μάντσεστερ. Ο πρώτος που είδα στην είσοδο του «Ολντ Τράφορντ» ήταν ο βοηθός του Μπάσμπι, ο Τζιμ Μέρφι, ο οποίος, επειδή ήταν και μάνατζερ της εθνικής Ουαλίας, είχε όπως κι εγώ γλιτώσει το ταξίδι στο Βελιγράδι για εκείνο το ματς με το Ισραήλ.
«Τζέφρεϊ, δεν μπορεί να έχει συμβεί», ήταν τα λόγια του και έπεσε στην αγκαλιά μου. Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα και είχε πιει πολύ. Προχώρησα προς τη γραμματεία. Οι δύο κοπέλες, η Τζιν και η Λόρα που πάντα με το χαμόγελο εξυπηρετούσαν τους ανθρώπους του Τύπου, ήταν εκεί, αλλά αυτή τη φορά ήταν αγνώριστες. Το πρόσωπό τους ήταν κάτασπρο, ψεύτικο σαν μάσκα. Η Τζιν με κοίταξε και σαν να περίμενε από εμένα ένα θαύμα, ρώτησε αν ζούσε ο Λίαμ Γουέλαν ή αλλιώς ο «Μπιλ» όπως τον λέγαμε όλοι. Η σχέση τους ήταν κοινό μυστικό σε όλους μας και περιμέναμε κάποια μέρα να ανακοινώσουν τον αρραβώνα τους. Δεν ήξερα τι να τους πω, προτίμησα ένα ψέμα, τι σημασία είχε; «Τζιν, μάλλον κάποιοι έχουν ζήσει. Ας περιμένουμε και ας προσευχηθούμε».
Κατά τις εννέα, οι πληροφορίες ήταν πια συγκεκριμένες. Κάτσαμε όλοι στην αίθουσα Τύπου, την ώρα που η τηλεόραση μετέδιδε από το Μόναχο πληροφορίες.
Το αεροπλάνο στην τρίτη του προσπάθεια είχε λυγίσει από τον συσσωρεύμενο πάγο στα φτερά. Δεν πήρε ύψος και χτύπησε σ’ ένα σπίτι στην άκρη του αεροδιαδρόμου, στη συνέχεια συνετρίβη και πήρε φωτιά. Οι νεκροί ήταν πολλοί, ανάμεσά τους ο Τέιλορ, ο Πέγκ, ο Μπερν, ο «Μπιλ» Γουέλαν, ο Μπεντ, ο Κόλμαν, ο Τζόουνς… Ολη σχεδόν η βασική ενδεκάδα. Ακόμη εννέα δημοσιογράφοι, ανάμεσα τους ο άνθρωπος που με είχε αντικαταστήσει, ο Ντον Ντέιβις, αλλά και άλλος ένας φίλος, ο Φρανκ Σουίφτ, παλιός γκολκίπερ της Μάντσεστερ Σίτι που δούλευε για τη «News of the World». Επίσης νεκροί ήταν άλλοι επτά άνθρωποι, ενώ το παιδί-θαύμα, ο Ντάνκαν Εντουαρντς, ήταν σε κώμα. Δύο εβδομάδες μετά θα πέθαινε κι αυτός.
Υπήρχαν και επιζώντες, όπως ο μάνατζερ Ματ Μπάσμπι, ο Μπόμπι Τσάρλτον, ο Μπίλι Φουλκς, ο Χάρι Γκρεγκ, ο Ντένις Βάιολετ, ο Ρέι Γουντ…
Σε κρίσιμη κατάσταση όλοι, αλλά ζωντανοί, και τελικά επέζησαν.
Η πιο μαύρη μέρα στην ιστορία του βρετανικού αθλητισμού ήταν αυτή. Ακόμη και σήμερα που έχουν μεσολαβήσει τραγωδίες όπως αυτή του «Χίλσμπορο» με 96 νεκρούς, του «Χέιζελ», του «Μπράντφορντ», του «Μπέρντεν Παρκ» και του «Αϊμπροξ» με πιο πολλά θύματα από το δυστύχημα του Μονάχου, αυτή η νύχτα της έκτης Φεβρουαρίου του ’58 μένει η πιο εφιαλτική. Είναι η αδικία της ζωής, αλλά το αεροπλάνο εκεί μετέφερε «επώνυμους», ολόκληρη ομάδα. Τα άλλα γεγονότα είχαν θύματα «ανώνυμα»… Σκληρή που είναι η ζωή!
Φεύγοντας εκείνο το βράδυ από το «Ολντ Τράφορντ» για το ξενοδοχείο μου, παρακολουθούσα πως δεν υπήρχε ψυχή στον δρόμο. Κανείς. Ολοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους με τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις ανοιχτές, περιμένοντας κάποια πληροφορία, με την ελπίδα πως κάποιος θα ενημέρωνε πως όλα ήταν ένα κακό όνειρο… Σαν να ήθελαν τα σπίτια να ξορκίσουν το φάντασμα που πλανιόταν πάνω από την πόλη εκείνο το βράδυ, οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά.
Εφτασα στο ξενοδοχείο, μπήκα στο δωμάτιο, γέμισα την μπανιέρα. Πήγα να ανάψω ένα τσιγάρο. Και τότε μου έπεσε από τα χέρια το πακέτο. Στην πίσω πλευρά είχε μία φωτογραφία του Τόμι Τέιλορ. Ηταν η εποχή που τα τσιγάρα και οι μπίρες είχαν αρχίσει να… λατρεύουν το ποδόσφαιρο. Ξάπλωσα και προσπάθησα να κοιμηθώ. Ηταν αδύνατον. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως έκλαψα, έκλαψα πολύ… Είχα χάσει τους καλύτερούς μου φίλους, ένα κομμάτι από τη ζωή μου. Κι όμως ήμουν τυχερός. Γιατί είχα γλιτώσει από μια ζαριά της μοίρας την ίδια μου τη ζωή…».
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.