Νομοτελειακά θα γινόταν. Να βρεθεί ένας προπονητής που θα έφτανε και θα ξεπερνούσε τον Αλκέτα Παναγούλια σε αριθμό αγώνων. Τι πιο λογικό από το αυτός ο άνθρωπος να είναι ο Οτο Ρεχάγκελ. Αλλωστε, ήδη είχε ξεπεράσει τον αριθμό νικών του Αλκέτα στον πάγκο της Εθνικής και με την πρόκριση στα τελικά του Euro φτάνει και αυτός τις δύο προκρίσεις.
Φυσικά, δεν βάζω σε σύγκριση το τι πέτυχε ο Γερμανός, που μας έφτασε μέχρι την κατάκτηση του τροπαίου, με εκείνα που έκανε ο Μακεδόνας τεχνικός πριν από αυτόν. Είναι, όμως, άξιο αναφοράς ότι χρειάστηκε να περάσουν τόσα χρόνια για να ξεπεραστούν αυτά που πέτυχε σε δύσκολες εποχές και συνθήκες ο Αλκέτας.
Οι τρεις διαφορετικές παρουσίες του στην Εθνική ομάδα ήταν πετυχημένες κάτω από διαφορετικό πρίσμα. Αναλαμβάνοντας το 1973 αντί του Βορειοϊρλανδού Μπίλι Μπίγκαμ, του οποίου ήταν διερμηνέας, έκανε μέσα σε λίγους μήνες τη διαφορά. Το 0-0 στο «Μαρακανά» με τη Βραζιλία τον Απρίλιο του 1974 σηματοδότησε την αλλαγή νοοτροπίας στο πώς οι διεθνείς έβλεπαν την πρόσκλησή τους. Τότε κοντράραμε τη Δυτική Γερμανία του Μπεκενμπάουερ στα ίσα, νικήσαμε τη Βουλγαρία του Μπόνεφ ύστερα από σαράντα χρόνια και χάσαμε μία δική μας πρόκριση στο Euro του 1976 από το κάζο της Μάλτας. Είχαν μπει, όμως, οι βάσεις και η δεύτερη παρουσία του οδήγησε στην παρθενική μας πρόκριση στα γήπεδα της Ιταλίας στο Euro του 1980.
Τότε ο Αλκέτας γνώρισε την αποθέωση και θυμάμαι τους Ιταλούς να τον ανακηρύσσουν καλύτερο Ευρωπαίο τεχνικό (περιοδικό «GUERIN SPORTIVO») και να ζητάνε απεγνωσμένα μία συνέντευξή του. Αμούστακο παιδί, συνεργαζόμουν με την εφημερίδα «TUTTOSPORT» και μου ζήτησαν να τους βοηθήσω. Τότε, στο φροντιστήριο Αγγλικών που διατηρούσε στο Παγκράτι, πήγα και τον βρήκα και μου μίλησε συμπεριφερόμενος λες και είχε απέναντί του τον Διακογιάννη! Κύριος, γεμάτος από παραστάσεις και εικόνες που θα έφταναν στην Ελλάδα χρόνια μετά, με την κοσμοπολίτικη αύρα να αναβλύζει, σε κέρδιζε αμέσως.
Οι τίτλοι που κατέκτησε με τον Ολυμπιακό σε συλλογικό επίπεδο, όπως και η δημιουργία των βάσεων για την έξοχη ομάδα που έφτιαξε ο Αρης στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '80, είχαν τη δική του σφραγίδα, αλλά η πρόκριση στο Μουντιάλ το 1994 αποτελούσε τη μεγάλη του νίκη. Αυτό έπρεπε να είναι το τέλειο πρελούδιο σε μία καριέρα η οποία τα είχε όλα. Δυστυχώς, η εικόνα της αποστολής και η ομάδα που έγινε σκορποχώρι, οι ήττες με μεγάλα σκορ και η ΕΠΟ, που τότε είχε επικεφαλής γλυκύτατους, αλλά μετριότατους ανθρώπους, οδήγησαν στο μεγαλύτερο ρεζιλίκι, που ήταν η εξωγηπεδική συμπεριφορά κυρίως και λιγότερο η αγωνιστική καθίζηση.
Ο Αλκέτας Παναγούλιας, παρ' όλα αυτά, έχει κερδίσει τη θέση του στην ποδοσφαιρική ιστορία του τόπου. Και έκανε πράγματα που ελάχιστοι τολμούν. Στη Βουδαπέστη το 1993, στο κρίσιμο ματς που πήραμε τη νίκη (μισή πρόκριση) με το πέναλτι του Αποστολάκη κάλεσε όλους τους δημοσιογράφους να παρακολουθήσουν την ομιλία του στους παίκτες. «Για να μπορείτε να κρίνετε καλύτερα», έλεγε. Μόλις γύρισε η ομάδα από την Αμερική, με όλο τον κόσμο να τον επικρίνει, δεν αρνήθηκε να μιλήσει στις εφημερίδες, ούτε να απαντήσει στο τηλέφωνο. Στη θέση του πόσοι θα το έκαναν; Επίσης, όποιοι ποδοσφαιριστές συνεργάστηκαν μαζί του θα σας πουν πως ενώ δεν υπήρξε ποτέ ο μέγας μετρ της τακτικής, στο ζήτημα της ψυχολογίας και της αποβολής οποιουδήποτε άγχους απλώς δεν είχε ταίρι.
Ενα βιβλίο για τον Αλκέτα Παναγούλια κυκλοφόρησε εδώ και λίγες μέρες, από τις εκδόσεις ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ με την πένα του Βαγγέλη Κουκούλογλου να σκιαγραφεί κάθε πτυχή της καριέρας του. Λέγεται «Από τον Λευκό Πύργο στον Λευκό Οίκο» και συγκρίνεται μόνο με ξένες βιογραφικές εκδόσεις. Και έμαθα και κάτι από το βιβλίο που -ομολογώ- δεν το ήξερα καν: πώς ήρθαν τα πράγματα και βρέθηκε βοηθός του Μπίλι Μπίγκαμ το 1971 στην Εθνική ομάδα.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.