Σε σχέση με την Εθνική του μπάσκετ, η εθνική του ποδοσφαίρου έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Αποτελείται από κανονικούς στα μεγέθη ανθρώπους. Είναι το μεγάλο πλεονέκτημα του ποδοσφαίρου να αποκλείει σχεδόν τα περίεργα μεγέθη των ανθρώπων. Σε μέγεθος αλλά και πρόσωπο πολύ ευκολότερα συναντάς έναν Καραγκούνη στον δρόμο από ένα Λάζαρο Παπαδόπουλο ή ακόμα περισσότερο ένα Σοφοκλή Σχορτσιανίτη. Εκεί όμως τελειώνουν και τα πλεονεκτήματα του ποδοσφαίρου απέναντι στο μπάσκετ. Γιατί από άποψη επιπέδου, γλώσσας, συγκρότησης, παικτικά και δημοσιογραφικά, το μπάσκετ είναι ένα επίπεδο επάνω από το ποδόσφαιρο.
Η παράδοση πολλές φορές είναι δύσκολο να αναλυθεί, αλλά στη σύγκριση μπάσκετ και ποδοσφαίρου στην Ελλάδα είναι σχετικά εύκολο. Ενώ στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια το ποδόσφαιρο ήταν το σπορ των καχεκτικών, κουρεμένων γουλί παιδιών στις αλάνες του Σχιστού και του Αλσους, το μπάσκετ ήταν το παιχνίδι των παιδιών που πήγαιναν στο γυμνάσιο. Γιατί αντίθετα με το ποδόσφαιρο που μπορεί να παιχτεί όπου υπάρχει χώρος και τέσσερις πέτρες για να γίνουν τέρματα, το μπάσκετ για να παιχτεί χρειάζονται μπασκέτες. Μπασκέτες υπήρχαν στα γυμνάσια και τα γυμναστήρια, όπου η ατμόσφαιρα ήταν περισσότερο πολιτισμένη και το παιχνίδι περισσότερο οργανωμένο από την αλάνα. Αντίθετα λοιπόν με την Αμερική, όπου το μπάσκετ ήταν το διαβατήριο για μια καλύτερη ζωή για τους μαύρους της έσω πόλης, στην Ελλάδα ήταν το παιχνίδι των παιδιών της μεσοαστικής κοινωνίας.
Το μπάσκετ ήταν το παιχνίδι των Αμερικανών, το παιχνίδι των ψηλών καλοφτιαγμένων έφηβων των Βουπού, το παιχνίδι που όταν οι άλλοι φορούσαν σώβρακα από βατίστα, οι παίκτες του φορούσαν κοντά σωβρακάκια από σατέν.
Ηταν το παιχνίδι που παιζόταν στο αμερικανικό κολέγιο επάνω στο παρκέ, όταν τα σπίτια των μικροαστών είχαν μωσαϊκό στο σαλόνι. Και η διαφορά στο επίπεδο διατηρείται μέχρι σήμερα.
Ακούς τους περισσότερους παίκτες και προπονητές του ποδοσφαίρου και σε κάθε σαφή ερώτηση απαντούν με υπεκφυγή. «Είναι αρκετά γρήγορος ο Αρτσούμπι για να αντικαταστήσει τον Τζόρτζεβιτς στα αριστερά;». Το ρωτάς και ενώ ο προπονητής που μιλούσες πριν από πέντε λεπτά σου έλεγε «Δεν υπάρχει περίπτωση», στον αέρα σου απαντάει: «Δεν μπορώ να μπω στα χωράφια άλλου προπονητή», προσπαθώντας με δειλία στην έκφραση της γνώμης να φανεί διακριτικότητα. Ρωτάς προπονητή του μπάσκετ τη γνώμη του για παίκτη και η απάντησή του είναι τόσο σαφής που αρχικά ακούγεται ωμή. Και εκτός από τη σαφήνεια της άποψης, η διαφορά βρίσκεται στον τόνο της φωνής και την εκφορά του λόγου. Στο μπάσκετ ποτέ δεν θα ακούσεις την «απέκρουση» με τη φωνή να ακούγεται σαν πωλητής της λαϊκής κοντά στο σχόλασμα. Στο ποδόσφαιρο θα το ακούσεις και από δημοσιογράφο.
Τα σκεφτόμουν ακούγοντας τις συνεντεύξεις και τα ρεπορτάζ από το Πανευρωπαϊκό του μπάσκετ και τον πολιτισμένο τρόπο με τον οποίο μιλούσε ο Γιάννης Σκοπελίτης χθες στον SuperΣΠΟΡ FM. Στην Ελλάδα κρατήσαμε το ποδόσφαιρο στη δεκαετία του '50. Δημοσιογραφικά, καιρός είναι να το φέρουμε στην εποχή μας με λιγότερη δουλικότητα απέναντι σους συνομιλητές μας και περισσότερες αποκρούσεις από «απεκρούσεις».
Κάτι που είναι avant guard πριν από 20 χρόνια δεν σημαίνει ότι θα είναι και σήμερα και όποιος είδε μέσω του internet τα βραβεία MTV πρέπει να κατάλαβε ότι ανήκουν πλέον στην ιστορία του ποπ & ροκ. Μεγάλη στιγμή του φιάσκου η εμφάνιση της Μπρίτνεϊ Σπίαρς, που για ένα δύο λεπτά προσπάθησε να υποκριθεί ότι τραγουδάει και μετά εγκατέλειψε την προσπάθεια για να γίνει αντιληπτό ότι αυτό που άκουγαν ήταν κονσέρβα από CD.
Η ιστορία του ροκ δεν είναι παρά μια γέφυρα, που κάθε νέο της κομμάτι στήνεται πάνω στα απολιθώματα του προηγούμενου. Εβλεπα το βίντεο της Μπρίτνεϊ Σπίαρς και θυμόμουν την πρώτη ζωντανή εμφάνιση ροκ συγκροτήματος στην ελληνική τηλεόραση. Ηταν το 1970, όταν η δικτατορία σε μια προσπάθεια να καλοπιάσει την ελληνική νεολαία είχε βγάλει τον Διονύση Σαββόπουλο και τα Μπουρμπούλια στο πρώτο ζωντανό τηλεοπτικό ροκ σόου. Ανάμεσα σε μια μακαρονάδα καλωδίων ο Σαββόπουλος είχε εμφανιστεί για πάνω από μία ώρα. Για να φανεί ότι το σόου ήταν πραγματικά ζωντανό, σε κάποια στιγμή και με πολύ μέτρια ηθοποιία ο Σαββόπουλος επάνω στη μουσική είχε ζητήσει από τον κιθαρίστα του συγκροτήματος, το παλικάρι με το πολωνέζικο όνομα που έπαιζε το αξέχαστο σόλο στη «Θαλασσογραφία», να διορθώσει τον ήχο του. Αν υπήρξε μια σκηνή που θα μπορούσε να δείξει το μέλλον του Σαββόπουλου, ήταν αυτή. Εντός και εκτός. Είμαστε επαναστάτες, αλλά δεν λέμε «όχι» και στο μεροκάματο απ' όπου και αν έρχεται.
Η ιστορία έρχεται και δένει στη χθεσινή συναυλία του Διονύση Σαββόπουλου στο Ηρώδειο. Εξήντα ευρώ το εισιτήριο δεύτερη τιμή πρέπει να είναι ρεκόρ. Και όχι μόνο να δίνεις το εξηντάρι το κεφάλι, αλλά και για να βρεις εισιτήριο να πρέπει να ζήσεις στιγμές που θυμίζουν πολεοδομία των υπολοίπων Αττικής. Για μία ώρα έπαιρνα τηλέφωνο στο τηλεφωνικό κέντρο του φεστιβάλ και για μια ώρα γειωνόμουν στην αναμονή. Αποφάσισα ότι μας δουλεύουν και πήγα στην είσοδο του Ηρώδειου. Με πληροφόρησαν ότι τα ταμεία τη μέρα της συναυλίας κλείνουν ανάμεσα σε δύο και έξι το απόγευμα και ότι για να βρω εισιτήριο πρέπει να πάω στην Πανεπιστημίου. Πήγα, πήρα τα δύο εισιτήρια και τώρα 120 ευρώ μείον σκέφτομαι ότι πιο φτηνά θα είχε έρθει να μην κάνουμε την επανάσταση του '60 και ότι μια χαρά βολευόμαστε και με τον Δάκη και τη Δανάη.
Ανεξαρτήτως πάντως από τη δάγκα της συναυλίας, να προσθέσω ότι ο Σαββόπουλος πρέπει να είναι ο σημαντικότερος Ελληνας ροκ καλλιτέχνης. Στιχουργικά είχε την καλύτερη αίσθηση της ελληνικής γλώσσας και μουσικά ήταν αρπάχτρα, αλλά τουλάχιστον ήξερε από πού να τσουρνέψει τη μουσική.
Στιχουργικά το μεγάλο κομμάτι του Σαββόπουλου είναι για μένα το «Μαύρη Θάλασσα» και μουσικά μακράν το σόλο κιθάρα στη «Θαλασσογραφία». Δεν ξέρω αν το χρεώνει στους Αμερικανούς, αλλά ο Εϊντεμ Σέπαρντ έχει μυωπία και για να δανείσει. Οταν λοιπόν πηγαίνουμε σε κάποιο μπαρ (κάτι που δεν κάνουμε πάνω από επτά φορές την εβδομάδα), ο Σέπαρντ γοητεύει τις γκόμενες με αυτό το απλανές βλέμμα που μετατρέπεται σε μάζεμα των φρυδιών. Οι γκόμενες δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η έκφραση οφείλεται στις ειδικές οφθαλμολογικές ανάγκες του Σέπαρντ, γοητεύονται από το αδιάφορο ύφος του και κατά κανόνα τού κάθονται. Γεγονός που αποδεικνύει πόσο εύκολα ένα μειονέκτημα μπορεί να γίνει πλεονέκτημα. Φτάνει να είσαι αρκετά απατεώνας για να μην ομολογήσεις ότι, για παράδειγμα, είσαι τόσο μεθυσμένος, που τα πεντασύλλαβα επίθετα τα κάνεις τρισύλλαβα. Για παράδειγμα, πως κάνεις το Τσαλιγοπούλου «Τσαλιγό» και το αθώο κορίτσι συγκινημένο λέει: «Ρε, έτσι με φωνάζουν οι φίλοι μου».
Αντε τώρα να εξηγήσεις της Τσαλιγοπούλου ότι μετά το πέμπτο Jack Daniels στο νυκτερινό εκλογικό κέντρο του Γρηγόρη Ψαριανού και ο Κολοκοτρώνης να εμφανιζόταν, θα τον φώναζες «Κολοκό». Και άντε να στενοχωρέσεις το κορίτσι που έκανε μια υπέροχη διασκευή της «Θαλασσογραφίας», λέγοντάς της ότι δεν έχει ιδέα για το πώς τη φωνάζουν οι φίλοι της. Κάνεις λοιπόν μόκο, Παρασκευή βράδυ, ακούς την πονεμένη μουσική του «MG» από τον DJ Demis και σκέφτεσαι ότι εκτός από τα λάθη στη δεκαετία του '60 και οι υπόλοιπες δεν πήγαν πίσω. Τουλάχιστον μουσικά.
Αντίθετα με το «Barouge», όπου το πρόγραμμα ήταν ροκ αλλά 90s, αυτή τη φορά στο «MG» ο Ντέμης Νικολαΐδης είχε πλακωθεί στο dark gomene πρόγραμμα, από τέλη δεκαετίας του '80 μέχρι και αρχές του '90. Και Rage against the machine είχε το πρόγραμμα και Stray Cats είχε και «I cant escape my self» είχε, για να καταλαβαίνουν οι σημερινές τι angst τραβούσαμε όλοι εμείς οι γκόμενοι της δεκαετίας του '80, πριν γίνουμε οι μισοί celebrities και οι άλλοι μισοί πρόεδροι σε ΠΑΕ. Καθόμαστε λοιπόν όλοι και ακούγαμε Stray Cats και σκεφτόμαστε γιατί ο κακός Θεός έδωσε «cats class» και «cats style» στον Γρηγόρη, που κινείται στον χώρο σαν Ισπανός χορευτής του φλαμένκο και γιατί εμείς οι υπόλοιποι συνομήλικοί του για να κατεβούμε πέντε σκαλοπάτια κερκίδας στο γήπεδο του Ταύρου πρέπει να πατήσουμε τέσσερα πόδια και να στηριχτούμε σε έξι ώμους. Ο,τι δηλαδή έγινε πέντε λεπτά πριν από τη λήξη του ματς του Φωστήρα με τον ΠΑΣ Γιάννινα, όταν αποφάσισα ότι το αποτέλεσμα αποκλείεται να αλλάξει και είναι ώρα για να την κάνω.
Για τον ΠΑΣ Γιάννινα δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα, αφού, όπως μου έλεγαν, έπαιξε με ελλείψεις στη σύνθεσή του. Για τον Φωστήρα όμως μπορώ να βγάλω, και το συμπέρασμα είναι ότι αποτελεί πολυτέλεια στην κατηγορία. Μια ομάδα που, εκτός του Κιάσσου και του Ζαχαρόπουλου, έχει στην ενδεκάδα της παίκτη, όπως ο Μαραγκουδάκης, θα έπρεπε να ανέβει στη Β' Εθνική από τώρα και με προεδρικό διάταγμα. Να προσθέσω επίσης ότι μια ομάδα που έχει στη διάθεσή της ένα τόσο χαριτωμένα παλιομοδίτικο γήπεδο, όπως του Ταύρου, που η είσοδος, το κυλικείο και τα αποδυτήρια παραπέμπουν στη δεκαετία του '50 και η θέα από τη δυτική κερκίδα είναι απευθείας στην Ακρόπολη, θα μπορούσε να χρεώνει τον φραπέ τάλιρο.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.