Στη φιέστα για την κατάκτηση από τον Ολυμπιακό του δέκατου από τα τελευταία έντεκα πρωταθλήματα, χιλιάδες οπαδοί αποδοκίμαζαν εν χορώ τον πρόεδρο της ομάδας που την οδήγησε σ’ αυτή την άνευ προηγουμένου επιτυχία. Τουλάχιστον όμως στη φιέστα βρέθηκαν περίπου 25.000 θεατές. Γιατί λιγότερο από δύο ώρες πριν και πέντε χιλιόμετρα μακριά, την τελευταία εμφάνιση του Ριβάλντο με τη φανέλα του Ολυμπιακού παρακολούθησαν μόλις 351 φίλαθλοι. Στο ΟΑΚΑ οι δεκαπέντε χιλιάδες φίλαθλοι της ΑΕΚ που βρέθηκαν εκεί σφύριξαν κι αυτοί τους παίκτες που χάρισαν στην ΑΕΚ τη δεύτερη θέση και τις πρώτες δύο νίκες της ιστορίας της στο Champions League. Οσο για τον τρίτο και φιναλίστ του Κυπέλλου Παναθηναϊκό, έπαιξε τον τελευταίο εντός έδρας αγώνα ενώπιον στενών συγγενών και φίλων (5.286 εισιτήρια) και αποφάσισε να εγκαταλείψει το ΟΑΚΑ (το γήπεδο στο οποίο την περίοδο 1985/6 έκοβε κατά μέσο όρο σχεδόν 45.000 εισιτήρια) για να επιστρέψει στη Λεωφόρο.
Στην πρόσφατη έρευνα της Σούπερ Λίγκας για το ελληνικό ποδόσφαιρο ως σημαντικότερα προβλήματα αναδείχθηκαν η βία (52%) τα «οικονομικά συμφέροντα/παράγοντες» (30%), η κακή διαιτησία (24%) οι κακές εγκαταστάσεις/γήπεδα (21%) και οι κακές διοικήσεις ομάδων (20%). Αν εξαιρέσουμε το δεύτερο και το πέμπτο που μάλλον είναι ταυτόσημα (και βέβαια δεν αφορούν συγκεκριμένους αγώνες) κανένα από τα τρία άλλα προβλήματα δε συνέτρεχε στους αγώνες αυτούς. Ούτε υποψία βίας δεν προβλεπόταν να υπάρξει, η διαιτησία δεν απασχόλησε κανέναν ούτε πριν ούτε μετά τους αγώνες, κι όσο για τα γήπεδα, οι δύο αγώνες έγιναν στο ΟΑΚΑ, ενώ το γήπεδο της Νίκαιας δεν δικαιολογεί 351 θεατές.
Σήμερα, η βία αφορά πολύ λίγους (και συνήθως sold out) αγώνες του ελληνικού πρωταθλήματος. Αν το πρόβλημα είναι τα γήπεδα, πώς εξηγείται ότι ο Παναθηναϊκός φεύγει από το ΟΑΚΑ και πηγαίνει στη Λεωφόρο; Μένει η διαιτησία, η οποία απ’ ό,τι φαίνεται είναι τεράστιο θέμα για τον Τύπο, τη Σούπερ Λίγκα και την ΕΠΟ. Δηλαδή, υπάρχει κάποιος που να πιστεύει σοβαρά ότι αν όλα τα παιχνίδια της Σούπερ Λίγκας τα σφύριζε ο Κολίνα, θα ήταν τόσο διαφορετική η εικόνα του πρωταθλήματος που ο κόσμος θα συνέρρεε στα γήπεδα;
Το βασικό πρόβλημα του ελληνικού πρωταθλήματος είναι ότι δεν βλέπεται. Αν το θέαμα είναι καλό, αυτό μπορεί να πείσει τον οπαδό να αδιαφορήσει για όλα τα υπόλοιπα, όπως ακριβώς συνέβαινε στην Ελλάδα πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια. Σύγχρονα γήπεδα, έλλειψη βίας, και δίκαιη διαιτησία, είναι το κερασάκι στην τούρτα. Στην περίπτωσή μας, η τούρτα δεν τρώγεται.
Το αποδεικνύουν πρώτα-πρώτα οι αριθμοί των εισιτηρίων. Ο μέσος όρος των 6.183 εισιτηρίων ανά αγώνα της ελληνικής Σούπερ Λίγκας για τη φετινή σεζόν κατατάσσει το πρωτάθλημά μας κάτω από το ολλανδικό (17.977), το σκωτσέζικο (16.243), το βελγικό (10.390), το πορτογαλικό (9.708), το σουηδικό (9.423), το ελβετικό (9.169), το νορβηγικό (9.100), το ουκρανικό (8.892), το δανικό (8.177), το αυστριακό (7.982) και το πολωνικό (6.783). Επίσης, τα 6.613 εισιτήρια είναι λιγότερα από τα μισά από τα εισιτήρια που κόβονταν ανά αγώνα τη σεζόν 1985/86.
Υπάρχει βέβαια, θεωρητικά, βελτίωση από πέρυσι. Με τη διαφορά ότι πέρυσι υπήρχαν ένα σωρό αγώνες κεκλεισμένων των θυρών κι ο Αρης, τέταρτος σε εισιτήρια φέτος, πέρυσι έπαιζε στη Β' Εθνική. Αν λάβει κανείς υπόψη τα παραπάνω, προκύπτει την πρώτη χρονιά της Σούπερ Λίγκας μια τάση μείωσης των εισιτηρίων κοντά στο 10%. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τις λεγόμενες μεγάλες ομάδες. Ο Ολυμπιακός κι η ΑΕΚ έπεσαν από τη σεζόν 2004/05 (όταν και επανήλθαν στο Καραϊσκάκη και στο ΟΑΚΑ) από τα 27.500 εισιτήρια περίπου κατά μέσο όρο στα 22.500 και 17.000 που έκοψαν αντιστοίχως φέτος. Ο Παναθηναϊκός, που επανήλθε στο ΟΑΚΑ την περίοδο 2005/06 έπεσε από τα 18.000 περίπου εισιτήρια στα 14.000.
Αν όμως έκανε η Σούπερ Λίγκα την παραδοχή ότι το πρωτάθλημά μας δεν βλέπεται, ποιο θα έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα; Ισως τα πλέι οφ; Φέτος που υποτίθεται ότι είχαμε το πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, που η έξοδος στο ΟΥΕΦΑ απείχε ένα ή δύο αποτελέσματα από τη ζώνη του υποβιβασμού, οι λεγόμενες μικρές ομάδες έκοβαν 2.000 με 4.000 εισιτήρια.
Τα πλέι οφ δεν αποτελούν λύση, γιατί δεν αγγίζουν το βασικό δομικό πρόβλημα του ελληνικού πρωταθλήματος, που είναι η τεράστια διαφορά δυναμικότητας μεταξύ των τριών πρώτων και των υπόλοιπων ομάδων. Αυτό κάνει τα αποτελέσματα προβλέψιμα -και άρα τους αγώνες των μεγάλων ομάδων βαρετούς. Αν κάποιος αμφιβάλλει γι' αυτό, δεν έχει παρά να δει πόσα εισιτήρια έκοψε στο μπάσκετ ο Παναθηναϊκός με το Μαρούσι, μόλις μια εβδομάδα μετά την κατάκτηση της Ευρωλίγκας: τρεις χιλιάδες.
Για να αρθεί η ανισότητα υπάρχει μια προφανής λύση που εφαρμόζεται σε κάποιο βαθμό στην Αγγλία: οι συγκριτικά πλουσιότερες ομάδες να δεχθούν να μοιραστούν με τις άλλες την πίτα των τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Οι πιθανότητες όμως να το δεχθούν αυτό οι διοικήσεις των μεγάλων ομάδων είναι ανύπαρκτες.
Μια άλλη ιδέα είναι να αποδεχθούμε ότι η ανισότητα αυτή δεν θεραπεύεται κι ότι οι μεγάλες ελληνικές ομάδες πρέπει να παίζουν όχι στο ελληνικό πρωτάθλημα, αλλά σε μια βαλκανική λίγκα. Η ιδέα για τη δημιουργία μιας περιφερειακής λίγκας δεν είναι ούτε πρωτότυπη ούτε, πολύ περισσότερο, δική μου. Οι συζητήσεις για τη συγχώνευση των πρωταθλημάτων Αγγλίας, Σκωτίας, Ουαλίας και Βόρειας Ιρλανδίας γίνονται εδώ και χρόνια και μάλιστα με την επίνευση του Μπλάτερ. Η ατλαντική λίγκα (μεταξύ Σκωτίας, Ολλανδίας, και άλλων χωρών που βρέχονται από τον Ατλαντικό) συζητείται από τα τέλη του ’90. Συζητήσεις έχουν γίνει επίσης μεταξύ Αυστρίας και Ελβετίας. Στη Σκανδιναβία υπάρχει ήδη η Royal League με τις τέσσερις πρώτες ομάδες Δανίας, Σουηδίας και Νορβηγίας. O διακεκριμένος Ιταλός αθλητικογράφος Gabriele Marcotti δημοσίευσε τον περασμένο Νοέμβριο ένα άρθρο στους «Times» του Λονδίνου υποστηρίζοντας την ανάγκη δημιουργίας πέντε περιφερειακών πρωταθλημάτων στην Ευρώπη, μεταξύ των οποίων και το βαλκανικό. Στο μπάσκετ υπάρχει ήδη από το 2001 η Αδριατική Λίγκα μεταξύ Σερβίας, Κροατίας, Μαυροβουνίου, Βοσνίας και Σλοβενίας. Σκέψεις για τη δημιουργία βαλκανικής λίγκας είχε εκφράσει πριν από δυο-τρία χρόνια ο Σωκράτης Κόκκαλης, χωρίς όμως να επανέλθει στο θέμα.
Κι όμως, μοιάζει να είναι μονόδρομος για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Το συνολικό αποτέλεσμα των δεκαέξι ΠΑΕ της Α' Εθνικής την περίοδο 2005-06 ήταν ζημιές 23 εκατ. ευρώ. Οι τρεις «μεγάλες» ομάδες, σε μια χρονιά στην οποία είχαμε δύο ομάδες στο Τσάμπιονς Λιγκ, είχαν συνολικές ζημιές 13 εκατ. ευρώ. Ο πρωταθλητής της περιόδου 2007/8 θα παίζει προκριματικά για το Τσάμπιονς Λιγκ (ο δεύτερος δύο γύρους), ενώ την επόμενη περίοδο το πιθανότερο είναι μόνο ο πρωταθλητής να παίξει στα προκριματικά για το Τσάμπιονς Λιγκ (και μάλιστα δύο γύρους), με τον δεύτερο να παίζει στο ΟΥΕΦΑ. Μια λύση, συνεπώς, για το ελληνικό ποδόσφαιρο, είναι οι πρόεδροι των μεγάλων ομάδων να βάλουν φέτος βαθιά το χέρι στην τσέπη (αν όχι στη δική τους, τουλάχιστον της ΕΡΤ) για να φέρουν τους παικταράδες που θα βγάλουν το ελληνικό ποδόσφαιρο από το τέλμα.
Ας το σκεφτούμε πάλι, κι ας θυμηθούμε τα μπάτζετ των ομάδων μας όχι μόνο τον χειμώνα ως δικαιολογίες έπειτα από ευρωπαϊκές ήττες, αλλά και κατά τη διάρκεια της μεταγραφικής περιόδου, ώστε να ελέγχουμε τις προσδοκίες μας. Ο Ολυμπιακός είχε έσοδα πέρσι περίπου 34 εκατ. ευρώ τον χρόνο, ενώ η Μπενφίκα, π.χ., είχε 85 εκατ. ευρώ. Ο Παναθηναϊκός είχε 27 εκατ. ευρώ, λίγο πάνω από το μέσο όρο της Championship που ήταν 23 εκατ. ευρώ. Η ΑΕΚ είχε 16 εκατ. ευρώ, αρκετά πιο κάτω από τη Μπρόντμπι που είχε 21 εκατ. ευρώ. Μπορούμε εξίσου να πιστέψουμε ότι τους παικταράδες θα τους φέρει φέτος ο Αγιος Βασίλης.
Οι γειτονικές μας χώρες έχουν ανάγκη το εγχείρημα όσο κι εμείς, αν όχι περισσότερο. Ο μέσος όρος εισιτηρίων ανά αγώνα στη Βουλγαρία (2.849), στη Σερβία (2.135) και στη Ρουμανία (5.459) είναι χαμηλότερος κι από το δικό μας, ενώ υπάρχει κι εκεί τεράστιο χάσμα δυναμικότητας μεταξύ «μεγάλων» και «μικρών» ομάδων. Η δημιουργία μιας βαλκανικής λίγκας θα σήμαινε ένα πραγματικά ανταγωνιστικό πρωτάθλημα που θα διεκδικούσαν τουλάχιστον εννιά με δέκα ομάδες. Επίσης θα απευθυνόταν σε ένα τηλεοπτικό κοινό 50 εκατομμυρίων. Αν κάποια στιγμή προσχωρούσε και η Τουρκία, το τηλεοπτικό κοινό θα ήταν πάνω από 120 εκατομμύρια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό θα άλλαζε όχι μόνο τα οικονομικά, αλλά και την εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Περισσότεροι Ελληνες παίκτες θα μπορούσαν να παίζουν σε ελληνικές ομάδες, γιατί οι ομάδες τους θα μπορούσαν να τους πληρώσουν. Οι παίκτες των ομάδων που θα αγωνίζονταν στη βαλκανική λίγκα θα είχαν στα πόδια τους δεκάδες ανταγωνιστικά παιχνίδια κάθε σεζόν, κι όχι μονοψήφιο αριθμό όπως τώρα. Οι ελληνικές ομάδες, ως κατά τεκμήριο πλουσιότερες, θα γίνονταν ο προφανής προορισμός των πολλών ταλαντούχων ποδοσφαιριστών της Βαλκανικής. Οι υπόλοιπες ελληνικές ομάδες που θα αγωνίζονταν στο ελληνικό πρωτάθλημα θα ήταν ισοδύναμες και το πρωτάθλημα θα ήταν πιο ενδιαφέρον.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πορεία του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου είναι πτωτική. Η δημιουργία της Σούπερ Λίγκας, τα καλύτερα γήπεδα, η πάταξη της βίας, όλα αυτά είναι χρήσιμα, θετικά και αναγκαία. Δεν είναι όμως ικανά να ανακόψουν την καθοδική πορεία του πρωταθλήματος μιας μικρής και όχι πλούσιας περιφερειακής ευρωπαϊκής χώρας που έπεσε σε δύο χρονιές από την 8η στη 16η θέση της βαθμολογίας της ΟΥΕΦΑ, πολύ πίσω από τη Ρουμανία και την Πορτογαλία, αλλά και πιο κάτω από το Βέλγιο, την Τσεχία και τη Βουλγαρία. Οι εποχές που στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών έπαιζαν η Νότιγχαμ Φόρεστ και η Μάλμοε έχουν περάσει. Μία λύση είναι να αποδεχθούμε την πραγματικότητα και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Η άλλη είναι να συνεχίσουν να συζητούν η Σούπερ Λίγκα και η ΕΠΟ για το ποιος θα ελέγχει την ΚΕΔ μέχρι να φύγουν από τα γήπεδα κι όσοι φίλαθλοι απόμειναν κι ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα.
*Ο Γιώργος Κιντής είναι οικονομολόγος, ήταν μέλος του Δ.Σ. της ΠΑΕ ΑΕΚ, εμπνευστής της υπαγωγής της ΠΑΕ ΑΕΚ στο άρθρο 44 του νόμου 1892/90.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.