Αγόρασε τον ΠΑΟΚ των τελευταίων τριών χρόνων και τίποτε περισσότερο. Αγόρασε μια περίοδο της ιστορίας μιας ομάδας που έχει μάθει εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια να βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, αλλά ταυτόχρονα να παραμένει σε υψηλό αγωνιστικό επίπεδο, ακόμα κι αν απειλείται με υποβιβασμό στη Δ' Εθνική λόγω χρεών. Αγόρασε μαζί μια ντουζίνα όνειρα που ήθελαν τον ΠΑΟΚ να φτάνει μέχρι το Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά η τεχνολογία τον «γονάτισε». Το περιβόητο «φαξ» για τον Λιάσο Λουκά τού έφραξε τον δρόμο ή τέλος πάντων έγινε αφορμή για να γραφτεί μία ακόμα σελίδα στα άπαντα του πικραμένου ΠΑΟΚτσή, ο οποίος είχε το σεντόνι παραμάσχαλα, αλλά δεν το χάρηκε απλωμένο. Και μετά άρχισαν το κρυφτούλι και το κυνηγητό. Πώς γίνεται τα δύο παιχνίδια προσχολικής ηλικίας να αποκτούν τραγικές διαστάσεις για ώριμους, δακτυλοδεικτούμενους ανθρώπους...
Ο Γιάννης Γούμενος μπήκε από νωρίς στη λίστα με τους προέδρους που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν από κοντά την ομάδα τους. Δεν μπορούσε καν να επισκεφτεί μεσοβδόμαδα τα γραφεία της ΠΑΕ ΠΑΟΚ. Σαν να πήρε τη σκυτάλη από τον Γιώργο Μπατατούδη, ο οποίος ερχόταν ινκόγκνιτο στη Θεσσαλονίκη και κρυβόταν στα λόμπι των ξενοδοχείων ή στα γραφεία της Ιντερσάτ, μιας από τις πρωτοποριακές επιχειρήσεις του που κατέρρευσαν, όπως και το επιχειρηματικό πλάνο του για τον ΠΑΟΚ. Και τι δεν πέρασε. Του επιτέθηκαν στον δρόμο. Του επιτέθηκαν στο σπίτι του. Του την «πέσανε» πολλές φορές... Τον διαπόμπευσαν. Τον ξεφτίλισαν. Βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα πριν καλά καλά γίνει ιδιοκτήτης του ΠΑΟΚ με τη βοήθεια του Βασίλη Παγώνη. Αργησε να παρουσιάσει το σχέδιο για τη «Νέα Τούμπα», το οποίο αν μπορούσε να το στηρίξει νωρίτερα, ίσως να άλλαζε τον ρου της ιστορίας
Αναρωτιέται κανείς αν αυτός ο άνθρωπος είχε σκοπό από το ξεκίνημα της θητείας του στον προεδρικό θώκο του ΠΑΟΚ να φτάσει στον πάτο. Να φτάσει σε μια στιγμή που όλα θα ήταν «μηδέν» και δεν θα υπήρχε κανείς, μα κανείς, που να ενδιαφερόταν να αγοράσει τις μετοχές του έναντι ενός αξιόλογου αντιτίμου. Αναρωτιόμαστε επίσης αν είχε ποτέ δημιουργήσει όραμα για τον ΠΑΟΚ που «διακυβέρνησε», όταν προσφέρθηκε να μπει μπροστά στη μετά-Μπατατούδη εποχή. Αν είχε θέσει στόχους κι αν υπήρχε σταθερό πλάνο μέχρι και χθες, όταν υπέγραφε την παραίτησή του από τα κοινά. Αλλιώς ξεκίνησε και... αλλού κατέληξε έπειτα από τρία χρόνια και κάτι μήνες στην ΠΑΕ ΠΑΟΚ, χωρίς να έχει θέσει ως στόχο την «καταστροφή».
Αναρωτιόμαστε αν άξιζε τελικά τον κόπο να «επενδύσει» ακόμα και τον χρόνο του αυτός ο άνθρωπος προκειμένου να παίξει, όπως αποδεικνύεται, κορόνα-γράμματα την ύπαρξη της ομάδας και ταυτόχρονα να θέσει σε κίνδυνο την αξιοπιστία του, τον αυτοσεβασμό του, ακόμα και τη σωματική του ακεραιότητα. Κανείς δεν μπορεί να μας πείσει ότι ο Γιάννης Γούμενος, ο άνθρωπος το όνομα του οποίου έγινε σχεδόν... βρισιά στο στόμα των ΠΑΟΚτσήδων, επιδίωξε την πλήρη απαξίωση είτε για τον ίδιο είτε για την ΠΑΕ ΠΑΟΚ. Υπήρχαν χρέη και τα ανέλαβε. Δημιουργήθηκαν πολύ μεγαλύτερα. Δεν έγινε τελικά κανένα συμμάζεμα. Η περιβόητη εξυγίανση έμεινε στα λόγια. Ο Γούμενος δεν είχε τις δυνατότητες να στηρίξει μια προσπάθεια ανασύνταξης του ΠΑΟΚ σε διοικητικό και οικονομικό επίπεδο κι αυτό διότι από τις πρώτες μέρες φάνηκε ότι δεν υπάρχουν ερείσματα. Είχε την ελπίδα ότι ως πρόεδρος του λαοφιλούς ΠΑΟΚ θα μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα από τον καθένα τα μεγάλα κεφάλαια που εισρέουν στην ομάδα του και -το σημαντικότερο- ότι θα μπορούσε να τα αυξήσει σε όμοιο βαθμό με τους καλύτερους του ελληνικού χώρου. Κι αν όχι κάτι τέτοιο, τουλάχιστον να ρεφάρει, να ισοσκελίσει τα έξοδα. Να μπει τέλος πάντων σε μια σειρά...
Είχε την εντύπωση ότι είναι ικανότερος από τους προκατόχους του και πολύ απλά εκτίμησε ότι οι εμπειρίες του από τον επιχειρηματικό κόσμο θα ήταν η ειδοποιός διαφορά σε σχέση με όσους προηγούμενους δεν τα κατάφεραν. Τελικά είχε την ίδια τύχη με τον Μπατατούδη, την ίδια με τον Βουλινό, ακόμα κι αν υπήρχαν διαφορετικές αιτίες και αφορμές για την αποχώρησή τους. Ο Γούμενος είχε μοιράσει πολλά χρήματα στους πελάτες του και είχε «τσεπώσει» πολλά εκατομμύρια τη «χρυσή» περίοδο του χρηματιστηρίου. Ο ιθύνων νους μιας μεγάλης ΑΧΕΠΕΥ είχε δημιουργήσει μαζί με τον Βασίλη Παγώνη (πάλι από τη θέση του χρηματοδότη) ένα ισχυρό και επιτυχημένο δίδυμο. Μπήκε με... φόρα το 2003 για να επενδύσει σε ένα «χαρτί» που δεν το γνώριζε και ύστερα από ένα χρόνο έλεγε «στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα».
Δάνεια από τράπεζες, χρήματα από την ενασχόλησή του με τα «χρηματιστηριακά» μπήκαν στον ΠΑΟΚ. Χρέη που, από τα εννέα εκατομμύρια της πρώιμης συμμετοχής του, έφτασαν τα 30. Αναποδιές. Η μπίλια δεν του «καθόταν» σχεδόν ποτέ. Σαν καταραμένος έμοιαζε ο Γιάννης Γούμενος. Κατατρεγμένος περισσότερο από ένα χρόνο, άγεται και φέρεται με υποψήφιους αγοραστές, φτάνοντας μέχρι τον Αγγελόπουλο και τον Κοπελούζο, αφού προηγουμένως είχε κάνει μία στάση σε υποδεέστερους φαφλατάδες επενδυτές που χρησιμοποίησαν τον ΠΑΟΚ για φιγούρα. Και ο Γούμενος ήταν εκεί για τους την προσφέρει απλόχερα, για να τους πείσει να αγοράσουν, για να απεμπλακεί από τον ΠΑΟΚ, μήπως και καταφέρει να «πουλήσει» τα χρέη. Κανείς δεν ενέδωσε στις πιέσεις του, κανείς δεν πείσθηκε. Οι «επενδύσεις» που πουλούσε επί «χρηματιστηρίου» ήταν κάτι πολύ διαφορετικό.
Και κάτι ακόμα: Η Νέα Τούμπα ήταν ένα από τα σχέδιά του, ίσως το σημαντικότερο από την ημέρα που ανέλαβε και το μεγαλύτερο εγχείρημα στη σύγχρονη ιστορία του ΠΑΟΚ. Θα άλλαζαν πολλά. Οταν το παρουσίασε, είχε ήδη χρεωθεί πολλά και είχε ξεκινήσει η... αντίστροφη μέτρηση. Αναγκάστηκε να το αποσύρει, μια και δεν είχε στηρίγματα και ο «Ερασιτέχνης» δεν του έδωσε ποτέ ψήφο εμπιστοσύνης.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.