Για τους γνήσιους «μάγκες» -όσους τέλοσπαντων απέμειναν μετά το πέρασμα του περίφημου τρένου- και τους ευρύτερα… παροικούντες την «πιάτσα», υπάρχουν δύο ειδών άντρες: αυτοί που «τα παντελόνια τα φοράνε για να μην κρυώνουν τα πόδια τους» και οι λεγόμενοι «λογοτιμήτες». Και είναι αυτό ακριβώς το γεγονός -ότι εκείνα που βρίσκονταν «μεταξύ αφαλού και γονάτου του» δεν τα είχε απλά για να τα… περιφέρει άσκοπα- που προήγαγε τον Κώστα Νεμπεγλέρα από έναν αληθινό «λογοτιμήτη» σε ένα, πιο ανεξίτηλο κι από αυτόν της γκαρσονιέρας στην οδό Μανδηλαρά, «θρύλο» για τη λαρισινή κοινωνία…
*Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι -δυστυχώς- απόλυτα συμπτωματική…
Γράφει ο Γιώργος Μαραθιανός
Εμβληματική φυσιογνωμία για τη νύχτα της θεσσαλικής πόλης και για χρόνια ιδιοκτήτης περισσοτέρων εκ των μισών κέντρων της πόλης, ο «Τρύπας» -ευγενές και διακριτικό παρατσούκλι που τον συνόδευε, λόγω της… τραχειοτομής στην οποία είχε υποβληθεί, και η οποία επέτρεπε στη φωνή του να ακούγεται μόνο μηχανικά μέσα από το λεπτό… μικροφωνάκι που βρισκόταν μπροστά της- ήταν αρκετά χρόνια πια που είχε μπει στο δρόμο της παρακμής.
«Το μπαρμπούτι και η τσόχα μού την ‘κάναν γυριστή» όπως έλεγε κι ο ίδιος, και πλέον από «αυτοκράτορας της νύχτας», ο Κώστας Νεμπεγλέρας είχε υποβιβαστεί σε ιδιοκτήτη ενός κακοφωτισμένου και ημιυπόγειου μικρού μπαρ με… εργασιακό target group την Ανατολική Ευρώπη, κόκκινες κουρτίνες και το διακριτικό όνομα «Τα μαύρα μάτια»... Στα 58 του πια, ζαρωμένος, με χωρίστρα που απαιτούσε «τριχοδάνειο» από τη μία πλευρά στην άλλη για να δικαιολογήσει τον τίτλο της και λεπτό μουστάκι… τρικολόρ από το τσιγάρο, ο «Τρύπας» είχε πάψει προ πολλού να αποτελεί «φόβητρο» για τους νυχτόβιους του «κάμπου». Η Σούλα, η γυναίκα του -μη εκτιμώντας κάποιο ξημέρωμα τρία χρόνια πριν την ειλικρινή απάντηση του ότι «έπαιζε πρέφα στο καφενείο»- τον είχε εγκαταλείψει ουρλιάζοντας ότι… «μύριζε Βουλγάρα» και πλέον ο πάλαι ποτέ κραταιός Νεμπεγλέρας είχε καταλήξει να μένει στο τριάρι της υπερήλικης γεροντοκόρης θείας του -μαζί με εκείνη…
Ένα μίζερο και, απελπιστικά λίγα υποσχόμενο για το μαγαζί του, δευτεριάτικο βράδυ, ο «Τρύπας» καθόταν μόνος στη μπάρα, κρατώντας με το ένα χέρι το κεφάλι του και ανακατεύοντας με το μεσαίο δάχτυλο του άλλου το μοναδικό «μη μπόμπα» ποτό που υπήρχε εκείνο το βράδυ στο «Μαύρα μάτια». Οι 3-4 από τις εκπροσώπους του ανατολικού μπλοκ μισοχαμογελούσαν και προσποιούνταν ότι διασκέδαζαν με τους δύο μοναδικούς πελάτες, την ίδια ώρα που το νοθευμένο Τζόνι και οι διαχρονικές επιτυχίες τύπου «Βάλε φωτιά στο έπιπλο» -που μόνο το «Ράδιο Ανάμνηση» προσέφερε στους ακροατές του- οδηγούσαν τον έναν από αυτούς να χορεύει πάνω στη φούρια του μέχρι και το… δελτίο ειδήσεων και τον άλλο αντί για ξηροκάρπι να τσιμπάει τις… γόπες από τα τασάκια…
Όλα περιέγραφαν ένα ακόμα τυπικό και ρουτινιάρικο βράδυ στην πολυτάραχη ζωή του Κώστα Νεμπεγλέρα, όταν ξαφνικά... όλα πάγωσαν! Τα πρόσωπα των κοριτσιών σοβάρεψαν, κάποιο χέρι έκοψε βίαια τη μελωδία του «Ράδιο Ανάμνηση», οι πελάτες από «αλοιφές» σχεδόν στάθηκαν στα πόδια τους και στο πρόσωπο του «Τρύπα» μαζεύτηκε τόση «συννεφιά», που θα έκανε την αυγουστιάτικη Μύκονο να μοιάζει με Μάντσεστερ. Στην πόρτα στεκόταν -ντυμένος στην τρίχα, με πούρο «ψωμιαδικό» στο στόμα και τρία «άσβερκα» παλικάρια πίσω του- ο μεγάλος πλέον κυρίαρχος της λαρισινής νύχτας, ο απόλυτος «προστάτης» του κάμπου, ο γνωστός μαστροπός και «μεγαλοβαρώνος» Κίκε Ερνάντεθ.
Εκτός του ότι τα «Μαύρα Μάτια» εντασσόταν στη… σφαίρα «προστασίας» του -πράγμα που του έδινε την άνεση να το επισκέπτεται και να… εκφράζει τη γνώμη του γι’ αυτό όπως και όποτε ήθελε- το γεγονός ότι ο «Τρύπας» χρωστούσε στον Κίκε Ερνάντεθ περί τα «πέντε χαρτιά» παλιές ελληνικές δραχμούλες δεν επέτρεπε ακριβώς στον τελευταίο να του φέρει κάποιου είδους… αντίρρηση. Περισσότερο, όμως, κι απ’ το χρέος και την «προστασία» που πλήρωνε ο Κώστας Νεμπεγλέρας στο «μεγαλοβαρώνο», άλλο πράγμα τον πονούσε πραγματικά σε εκείνον. Το υποτιμητικό ύφος του «εισαγόμενου» -όπως περιπαικτικά τον αποκαλούσε- Ερνάντεθ, τη στιγμή που κουνούσε επιδεικτικά την ευμεγέθη «κομπολόγα» του και τον κοιτούσε με το βλέμμα «δεν σε χάλασε που μου ανήκουν όλα αυτά που κάποτε ήταν δικά σου», ήταν σε κάθε συνάντηση τους μια ακόμη «μαχαιριά» στον, ήδη πληγωμένο, εγωισμό του «Τρύπα».
Και εκείνο το βράδυ, μετά τον τυπικό χαιρετισμό τους και τη φιλική απάντηση του Ερνάντεθ ότι «πέρασε με τα παιδιά να πουν μια καλησπέρα», το ίδιο αλαζονικό βλέμμα διαπέρασε το Νεμπεγλέρα. Προσπάθησε να μη δώσει σημασία, να μείνει ψύχραιμος, τα κατάφερε… Ο Ερνάντεθ έκατσε στη μπάρα, και αφού ήπιε μονορούφι το δωδεκάρι ουίσκι του «Τρύπα», με το ένα χέρι τίναξε επιδεικτικά τη στάχτη από το πούρο του στο πάτωμα και με το άλλο έβαλε την τρομαγμένη εργαζόμενη Σβετλάνα να καθίσει στα πόδια του.
Ο Νεμπεγλέρας προσπάθησε να μη δώσει σημασία, να μείνει ψύχραιμος, τα κατάφερε… Κάποια στιγμή η κουβέντα αναπόφευκτα πια έφτασε και στα «χρεωστούμενα». Ο Νεμπεγλέρας, ως φημισμένος «λογοτιμήτης» στις δόξες του, υπενθύμισε στον Ερνάντεθ ότι «από τον «Τρύπα» ποτέ κανείς δεν έχασε λεφτά» -με την απάντηση, πίσω απ’ το παχύ πούρο και το ειρωνικό χαμόγελο, κοφτή, όσο και… σαφή: «η παράτα σχεδόν έληξε και εσύ πας καρφωτός για πέναλτι». Ο Νεμπεγλέρας προσπάθησε να μη δώσει σημασία, να μείνει ψύχραιμος, τα κατάφερε…
Όλα αυτά μέχρι που το παιχνίδι της μοίρας τα έφερε έτσι, ώστε το βλέμμα του Κίκε Ερνάντεθ να πέσει πάνω σε ένα πολυχρονισμένο -πλην όμως αγέρωχο- κάδρο που δέσποζε στο μέσα τοίχο του μαγαζιού. Το κάδρο του Ανδρέα Παπανδρέου. Οπλίζοντας και πάλι το ειρωνικό του χαμόγελο και δείχνοντας παράλληλα το κάδρο και τον «Τρύπα», η παρατήρηση δεν άργησε να εκτοξευθεί αβασάνιστα από το στόμα του: «τελικά δεν είσαι εσύ το μόνο λαμόγιο εδώ μέσα». Αυτό ήταν! Στα αυτιά του Κώστα Νεμπεγλέρα, του σοσιαλιστή, του ανθρώπου που έβαλε χέρι στη γυναίκα του όταν γέννησε, επειδή έκανε κορίτσι και δε θα μπορούσε να το βαφτίσει Ανδρέα, η κακολογία του Παπανδρέου αποτέλεσε προσβολή τέτοια, που μόνο η… καρδιακή θα φάνταζε χειρότερη… Με το κεφάλι κατακόκκινο και μάτια που από τα νεύρα έχουν κατεβάσει… δολάρια σαν τους κουλοχέρηδες στα καζίνο, ο «Τρύπας» τραβάει το 45άρι που κρύβει κάτω από το μπαρ, και πριν οι… τετράγωνοι συνοδοί του Ερνάντεθ προλάβουν να αντιδράσουν, του «φυτεύει» μια «γεμάτη» στο υπερφίαλο κρανίο του. Τα δευτερόλεπτα που μεσολαβούν μέχρι να τον «γαζώσουν» οι «χτιστοί» είναι λίγα, αλλά αρκετά για τον Κώστα Νεμπεγλέρα -έστω και με τη… βοήθεια του Ανδρέα- να γίνει εκείνος που θα «την κάνει» «καβάλα στ’ άλογο»…
*Παρατηρήσεις, μπινελίκια και λοιπές… τζιριτζέντολες στο gmarathianos@yahoo.gr (πλήρης εχεμύθεια…)
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.