Νοσταλγώ το χωριό μου στο οποίο πέρασα ατελείωτα παιδικά καλοκαίρια. Το χωριό μου που ξέρω απ’ έξω και ανακατωτά από τις πολλές αταξίες που έκανα ως παιδί και ήμουν και ζωηρό πανάθεμά με…
Γράφει η Τασία Μπαλικούρα
Αποφάσισα να περάσω τις φθινοπωρινές μου διακοπές ερχόμενη στο ορεινό χωριουδάκι μου για να γλιτώσω και την μουρμούρα της μανούλας μου που μου έλεγε όλο το καλοκαίρι να την επισκεφθώ και πόσο ωραία ήταν. Θα βαρεθώ της ανταπαντούσα εγώ αφού τα χρόνια πλέον πέρασαν για να παίζω στις πλατείες με τις ώρες και να εξερευνώ τα γύρω ποτάμια. Άσε που κι αυτά πλέον στέρεψαν…
Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν. Μεγάλη αλήθεια αν κρίνω απ’ αυτά που είδα… Το δάσος που παίζαμε κρυφτό παιδιά κάηκε ολοσχερώς στη μεγάλη φωτιά του Αιγίου πριν δύο χρόνια. Μερικά πράσινα χορτάρια αραιά και που θυμίζουν ότι από τις στάχτες θα ξαναγεννηθεί ζωή. Πόσο μου’ χει λείψει σκέφτομαι ο ενοχλητικός θόρυβος ανάμεσα στα δέντρα που έκαναν τα τζιτζίκια που κυνηγούσαμε να πιάσουμε πιτσιρίκια.
Κάθομαι νωρίς το πρωί κάτω από την κληματαριά του σπιτιού μου για να απολαύσω τον ελληνικό καφέ μου και οι μύγες μου τσιμπάνε τα πόδια τόσο ενοχλητικά αλλά δεν με νοιάζει καθόλου. Περίεργο για μένα που είμαι και λίγο νευρική(;)
Το βλέμμα μου χάνεται στον έλατο που έχουμε δίπλα στη μάντρα. Το είχα φυτέψει μικρό παιδί με την βοήθεια του παππού. Χάνομαι στις σκέψεις μου και θυμάμαι τότε που το στόλιζα τα Χριστούγεννα όλα χαρά περιμένοντας τον Αϊ Βασίλη από την καμινάδα του τζακιού μέχρι που αποκοιμόμουν και το πρωί άνοιγα τα δώρα μου. Ο έλατος πια ξεπέρασε τη σκεπή του σπιτιού πράγμα που μάλλον σημαίνει ότι και εγώ μεγάλωσα αρκετά. (Κακή εξέλιξη για μένα αυτή).
Το πρωινό ξύπνημα σκέτη απόλαυση. Οι γειτόνισσες που στα χωριά σηκώνονται από τα άγρια χαράματα έχουν βαλθεί να αγουροξυπνήσουν και μένα σώνει και ντε αφού γκαρίζουν έξω από το παράθυρό μου. Ο παλιατζής «όλα τα αγοράζω», ο ψαράς «φρέσκα ψάρια πουλάω», ο μανάβης «καρπούζι, πεπόνι έχω λέγε» που συνοδεύονται πάντα από τα σχετικά κλαρινοτράγουδα αγνώστων τραγουδιστών με αναγκάζουν να σηκωθώ από το εφηβικό κρεβατάκι μου. Τα σπουργίτια στην αυλή ψάχνουν για τροφή και εξαφανίζονται όταν οι γάτες της γειτονιάς προσπαθούν να τα πιάσουν. Η ώρα του τρύγου έφτασε. Τα σταφύλια είναι έτοιμα να γίνουν και φέτος ένα ωραιότατο χωριάτικο κρασί στο δρύινο βαρελάκι μας. Φοράω τις φόρμες και τα γάντια για να μην χαλάσω τα νύχια μου η Αθηναία (δεν θέλω σχόλια) και πιάνω την ψαλίδα για να κόψω τα πρώτα τσαμπιά. Έχω ψιλοξεχάσει την διαδικασία που έχω να την κάνω χρόνια και δυσανασχετώ με τα κλήματα που με εμποδίζουν όποτε δοκιμάζω τις ρώγες από τα σταφύλια οπότε μοιραία ψιλολουφάρω…Ο μούστος όταν έρχεται πια στο σπίτι (όχι δεν τον πατάμε πλέον με τα πόδια) μοσχομυρίζει σε όλη την αυλή και μας βροντοφωνάζει πως έφτασε το φθινόπωρο. (Ναι λες και δεν το κατάλαβα από την ψύχρα που κάνει τα βράδια στο μπαλκόνι).
Έτοιμη και η φανταστική μουσταλευριά της μαμάς με την κανέλλα και το τριμμένο καρύδι. Νιώθω τέτοια χαρά και ηρεμία που όχι μόνο δεν έχω βαρεθεί στο ορεινό χωριό αλλά δεν θέλω να περάσουν οι μέρες και να γυρίσω στην απαίσια τσιμεντούπολη. Μα πάνω απ’ όλα νιώθω νοσταλγία για εκείνα τα όμορφα χρόνια που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Είμαι σίγουρη ότι όλοι καταλαβαίνετε τι εννοώ και δεν αναφέρομαι στο πέρασμα του χρόνου που τα ισοπεδώνει όλα αλλά σε εμάς που το επιτρέπουμε να συμβεί τόσο άκομψα… Συνεχίζω λοιπόν:
Η γειτόνισσα μου δίνει χωριάτικα αβγά και εγώ εκμεταλλεύομαι το γεγονός ότι έχει ανοίξει η όρεξή μου στην εξοχή (καλά όταν θα γυρίσεις στην Αθήνα και κάνεις το λάθος να ανέβεις στη ζυγαριά θα σε δω) και ετοιμάζομαι για το κολατσιό μου. Τρυπώνω στον κήπο της μαμάς κόβω μια κατακόκκινη ζουμερή κανονική ντομάτα και εκείνο το αγγούρι που βλέπω μέρες τώρα να κρέμεται στον φράχτη και σταματάω μόνο όταν έχουν εξαφανιστεί όλα από το πιάτο μου. Αύριο θα πάμε στο χωράφι για να τινάξουμε την καρυδιά. Φυσικά και δεν θα πλησιάσω γιατί η περιοχή έχει πολλά φίδια και σαύρες που εγώ τρέμω οπότε θα ξαναθυμηθώ την διαδικασία από την ασφάλεια που μου παρέχει το αγροτικό αυτοκίνητο. Η μαμά όπως κάθε τέτοια εποχή θα φτιάξει σπιτικό τραχανά και χυλοπίτες. Θεέ μου τι νοσταλγικές ξεχασμένες εικόνες. Ήμουν πολύ μικρή όταν προσπαθούσα μάταια κι εγώ να ανοίξω φύλλο… Το απόγευμα θα ψήσουμε καλαμπόκια. Έχω φάει ήδη τρία και δεν τα χορταίνω, σκέτη απόλαυση όπως και η κολοκυθόπιτα που σιγοψήνεται στον ξυλόφουρνο.
Θα πάω να περπατήσω γύρω στο χωριό σκέφτομαι για να δω τι έχει αλλάξει. Στη στροφή η ματιά μου πέφτει στην μάντρα της κυρά Βάσως όπου παιδί είχα σφιχταγκαλιαστεί αμέτρητες φορές με το ποδήλατό μου στην προσπάθεια να μάθω χωρίς βοηθητικές ρόδες, σκύβω να δω τα γόνατά μου και τα σημάδια που έχουν μείνει ανεξίτηλα μου θυμίζουν εκείνες τις αθώες εποχές. Παραδίπλα μια ηλικιωμένη γιαγιά που πλέον δεν αναγνωρίζω καν ποια είναι με ρωτάει ποιανού είμαι! Αφού της εξηγώ συνεχίζω προς την πλατεία. Το σχολείο μου δεν είναι πια εκεί. Το γκρέμισαν λέει γιατί το υλικό του ήταν επικίνδυνο για την υγεία. Κι όμως εκεί έχω γευτεί απίστευτες σχολικές χρονιές. Θυμάμαι στα διαλείμματα την γιαγιά μου να μου φέρνει βρεγμένο ψωμί με ζάχαρη και εγώ να το μοιράζομαι όταν φεύγει με την διπλανή μου συμμαθήτρια. Το μοναδικό μπακάλικο του χωριού απέναντι από το σχολείο δεν πουλάει πια καραμέλες με 2 και 3 δραχμές τη μία και είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο νόστιμες και ας κόλλαγαν στα δόντια μου. Ο κήπος του σχολείου με τις κερασιές είναι εγκαταλελειμμένος και το νερό στη βρύση δεν τρέχει πια. Είχα ανέβει σε όλα τα δέντρα θυμάμαι για να τα εξερευνήσω που τα ήξερα απ’ έξω και ανακατωτά.. Το ξωκλήσι του Αγ. Αθανασίου λίγο έξω από το χωριό όπου πηγαίναμε σχολικές εκδρομές στέκει εκεί μοναχικά και μου γυρίζει τον χρόνο πίσω. Εκεί όπου παιδιά κυλιόμασταν στα χορτάρια και μυρίζαμε την άνοιξη, το χαμομήλι και τα αγριοντριαντάφυλλα.
Επιστρέφω σπίτι με περίσσια θλίψη και βυθισμένη στις αναμνήσεις μου. Το μόνο που δεν μου έχει λείψει στο χωριό (μου) είναι η θλιβερή διαδικασία του να κόβουν το νερό μεσημέρι και νωρίς το βράδυ για να γεμίσει η δεξαμενή. Σε αυτό δεν υπήρξε δυστυχώς καμία θετική εξέλιξη χρόνια τώρα(!) άρα εγώ θα παραμείνω με το μαγιό μου και την θαλασσινή αλμύρα ώρες ακόμη…Α! Δεν μου έλειψε και ο αλλοπρόσαλλος καιρός που ανάλογα με τα κέφια του ρυθμίζει τα τηλεοπτικά κανάλια από την κεραία και σου επιβάλλει τι θα δεις!!! Εννοείται ότι δεν μου έλειψε και η κουτσομπολίστικη περιέργεια-διάθεση των μόνιμων κατοίκων του χωριού που πλάθουν απίστευτες ιστορίες ανάλογα με την διάθεσή τους και σε ρωτούν πάντα όταν σε βλέπουν αν παντρεύτηκες κι αν έκανες οικογένεια…
Πως γίναμε έτσι; Γιατί ερήμωσε το χωριό; Που πήγαν όλοι αναρωτιέμαι… που είναι εκείνες οι ανεπανάληπτες εποχές; Έφυγαν μάλλον βιαστικά μαζί με την εφηβεία και την απόφαση να πάμε όλοι στην πόλη να σπουδάσουμε και να πιάσουμε μια καλή δουλειά δεν εξηγείται αλλιώς. Και εμείς που ζούμε στις μεγαλουπόλεις τι κάνουμε γι’ αυτό; Θυμόμαστε το χωριό μας το Πάσχα για να δείξουμε στους συγχωριανούς μας πόσο έχουμε αλλάξει και προοδεύσει εκεί που ζούμε (τρομάρα μας) και τι ωραία ρούχα φοράμε. Εννοείται ερχόμαστε και τα καλοκαίρια για να αφήσουμε τα παιδιά στην γιαγιά και τον παππού δήθεν να πάρουν αέρα άσχετα που εμείς θα επιλέξουμε και φέτος την κοσμοπολίτικη Μύκονο για τις καλοκαιρινές μας διακοπές και την Αράχωβα για τις χειμερινές. Τι να πούμε στους φίλους μας ότι πήγαμε διακοπές στο χωριό μας; Θα αστειεύεστε μου φαίνεται… Γι’ αυτό λοιπόν ξεχάστε τα κοσμοπολίτικα πέρα δώθε σε δήθεν μέρη. Πάρτε το παρεάκι σας όποιο κι αν είναι αυτό και επισκεφθείτε -όσοι έχετε την πολυτέλεια να έχετε- το ξεχασμένο χωριουδάκι σας, θα περάσετε μοναδικά όπως μπορώ να σας διαβεβαιώσω. Προσπαθήστε να το αγαπήσετε και πάλι είτε είναι σε βουνό είτε σε θάλασσα. Τι σημασία έχει εξάλλου; Με ησυχία όμως γιατί εκεί όλα κινούνται ευτυχώς ακόμη σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Και ντροπή δεν είναι να τους διαταράξουμε την ηρεμία τους; Όσοι εισακούσετε τις «προτροπές» μου καλά να περάσετε, όλοι οι υπόλοιποι ας προσέχατε!
Όσοι πιστοί-πιστές προσέλθετε στο mail μου tasiab@sport-fm.gr
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.