Part 1
Part 2-Πόρτα στον εξώστη
Part 3-Ένα κουτί με σφαίρες
«Κοιτάζει επίμονα τον τόπο του μακελειού… προσεύχεται ο ήλιος να μην ανατείλει ποτέ για να μην χρειαστεί να ζήσει ακόμα μια ημέρα «μεταμφιεσμένος». Θέλει όμως να διώξει αυτές τις σκέψεις και ψάχνει το κουράγιο να προχωρήσει παρακάτω…»
Το είχε πάρει απόφαση ότι δεν θα κοιμηθεί. Συμπλήρωνε ήδη 24 ώρες αϋπνίας και το να κάθεσαι μόνος σου με τις σκέψεις σου, δεν έχει πάντα και το καλύτερο αποτέλεσμα. Όλη αυτή η κούραση τον έκανε να σκέφτεται αλλοπρόσαλλα πράγματα τα οποία δεν μπορούσε ακόμα να ξεδιαλύνει. Σαν σκόρπιες εικόνες… ερχόντουσαν και έφευγαν. Ένα αστυνομικό τμήμα. Ένα πανεπιστήμιο. Μια γυναίκα.
Είχε τάσεις φυγής. Το σχέδιο του μακρινού ταξιδιού στριφογυρνούσε καιρό τώρα στο μυαλό του, αλλά ειδικά τις τελευταίες μέρες του είχε γίνει έμμονη ιδέα. Αν το έκανε τελικά ήξερε πως ήθελε να φύγει. Με τρένο. Η μοναδική του ανάμνηση από ταξίδι με τρένο γυρνούσε πολύ πίσω. Πρέπει να ήταν πέντε με έξι χρονών και αυτό που του είχε αποτυπωθεί ήταν ένα βιβλίο που του διάβαζαν για να τον πάρει ο ύπνος. Δεν θυμόταν τον τίτλο του αλλά θυμόταν ότι ένας γέρος ψαράς είχε βάλει σκοπό να πιάσει ένα μεγάλο ψάρι που τον ταλαιπωρούσε. Όταν τα κατάφερε, ανακάλυψε ότι μέχρι να βγει στην ακτή το είχαν φάει τα υπόλοιπα ψάρια. Υψηλά νοήματα που δεν μπορούσε να καταλάβει… «Με τρένο λοιπόν, πάνω στις ατελείωτες ράγες» σκέφτηκε την ώρα που κόπηκε το ρεύμα…
…Σε ένα σκονισμένο και ερημικό σταθμό, ο επιβάτης περίμενε υπομονετικά. Στα χέρια του κρατούσε εισιτήριο για το τελευταίο τρένο. Φορούσε μια γκρι καπαρντίνα που έφτανε μέχρι λίγο κάτω από τα γόνατα. Το καπέλο του έμοιαζε βγαλμένο από την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Σίγουρα η ψιλόλιγνη φιγούρα θα τραβούσε την προσοχή του κόσμου …μόνο που δεν υπήρχε κανένας τριγύρω.
Ο ήλιος είχε εγκαταλείψει πριν από λίγη ώρα την περιοχή, όμως ο επιβάτης δεν είχε βγάλει ακόμη τα μεγάλα μαύρα γυαλιά που έκρυβαν το πρόσωπο του. Φαινόταν ταλαιπωρημένος, και σίγουρα όχι καθαρός, αφού έμοιαζε να περιπλανιόταν όλη την ημέρα στην ζέστη. Το αεράκι δεν βοηθούσε καθόλου, αφού η σκόνη που σήκωνε έκανε την ατμόσφαιρα ακόμη πιο αποπνικτική. Ήταν αλήθεια παράξενο το θέαμα. Ένας άνθρωπος μόνος του, σε ένα ξεχασμένο από το θεό μέρος, που για εκείνον όμως κάπου οδηγούσε. Έπρεπε να αφήσει πίσω τα πάντα, την ζωή του τις αναμνήσεις του και να βάλει ένα τέλος σε ότι ο ίδιος είχε βοηθήσει να ξεκινήσει.
Όταν όλα πήγαν κατά διαόλου έπρεπε να δοθεί μια λύση. «Πρέπει να τηρήσεις τη σειρά με ακρίβεια και να μην κάνεις του κεφαλιού σου. Ένας, δυο, τρείς, τέσσερις. Και οι τέσσερις πρέπει να πεθάνουν. Και μετά ξέρεις πολύ καλά τι θα κάνεις. Είναι δύσκολο το ξέρω, αλλά αυτοί που έφταιξαν για ότι έγινε, θα πρέπει να πληρώσουν» του είχε πει ο άνθρωπός που είχε σχεδιάσει τις αποστολές. Ήταν περίεργο το συναίσθημα, να γυρνάς πάλι σε ένα επίπεδο που θα πρέπει να ακολουθείς εντολές. Είχε πάρει όμως το μάθημα του με τον χειρότερο τρόπο και τώρα είχε έρθει η ώρα να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Τέρμα το σκοτάδι, τέρμα ο πόνος.
Κοίταξε το ρολόι του την ώρα που ο δείκτης σημάδευε 8 ακριβώς και από κάπου μακριά ακούστηκε μια καμπάνα, τόσες φορές ώστε να επιβεβαιώσει το ρολόι. Στο άλλο χέρι του κρατούσε μία μεταλλική βαλίτσα που φαινόταν ασήκωτη. Δεν την είχε αφήσει όμως στιγμή στο έδαφος, έμοιαζε ικανός να περιμένει για ώρες σε αυτή τη στάση μέχρι να έρθει το τρένο.
Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του και άκουσε τον μακρινό ήχο από ρόδες πάνω στις ράγες. Πρέπει να απείχε τουλάχιστον δυο χιλιόμετρα, αλλά τουλάχιστον ερχόταν. Αργά και βασανιστικά …αλλά ερχόταν. Ένα ακόμη κύμα ζεστού αέρα τον χτύπησε στο πρόσωπο, πριν δει με την άκρη του ματιού του τρένο να πλησιάζει. Είχε μια αποστολή και θα την έφερνε σε πέρας. Αλλά πρώτα έπρεπε να ταξιδέψει, για πολύ και μακριά.
Το τρένο πλησίασε ακόμη περισσότερο στην στάση, ακούστηκαν τα φρένα, τα βαγόνια πέρασαν από μπροστά του και το τελευταίο από αυτά, έκανε μια ακόμη κίνηση πριν σταματήσει εντελώς. Η πόρτα άνοιξε φανερώνοντας τη σκάλα και ο επιβάτης δεν το σκέφτηκε πολύ. Είχε πάρει την απόφαση του. Ανέβηκε τα σκαλιά και προχώρησε στο διάδρομο. Δεν υπήρχε κανένας γύρω του και αυτό ήταν φυσικό, αυτό το τρένο ήταν για ξεχωριστούς ανθρώπους με ξεχωριστές αποστολές. Οι πόρτες έκλεισαν και σιγά σιγά το τρένο ξεκίνησε και πάλι. Δεν θα έπιανε μεγάλη ταχύτητα όμως… ο χρόνος δεν έπαιζε καμία σημασία, ούτε εκεί από όπου ερχόταν αλλά ούτε και εκεί που πήγαινε. Ο επιβάτης κάθισε σε μια θέση δίπλα στο παράθυρο, και κοίταξε έξω, είχε νυχτώσει και δεν υπήρχε ούτε ένα φως στη διαδρομή, παρά μόνο το λιγοστό φως της τελευταίας λάμπας που άναβε στο βαγόνι. Και αυτή τρεμόπαιζε…
Προσπάθησε να κοιμηθεί λίγο αλλά οι σκέψεις που τον βασάνιζαν δεν είχαν σκοπό να τον αφήσουν σε ησυχία. Η γαλήνη θα ερχόταν μόνο όταν θα είχε ξεμπερδέψει με όλα και θα στεκόταν στον τελευταίο του προορισμό. Άκουσε βήματα έξω από το βαγόνι. Δεν φοβήθηκε όμως. Η πόρτα άνοιξε σιγά σιγά με ένα τρίξιμο. Ήταν εκείνη… και ήταν όπως την πρωτογνώρισε. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της έφταναν μέχρι τη μέση στο κοντό μπλε φόρεμα της. «Ήξερα ότι θα σε βρω εδώ. Το αποφάσισες τελικά;» του είπε λες και ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο να στέκεται μπροστά του και να του μιλάει. Αποφάσισε ότι θα της μιλούσε και ας ήξερε ότι τίποτε από αυτά δεν ήταν πραγματικό. «Ξέρεις ότι δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Είναι η καλύτερη λύση για όλους» της είπε και έβγαλε το καπέλο του.
«Θέλω να σταματήσεις να κατηγορείς τον εαυτό σου. Θα πάρεις εσύ την ευθύνη για όλους;».
«Δεν είμαι μόνος μου. Θα το κάνουν όλοι όσοι έφταιξαν». Κοίταξε στον καθρέφτη της καμπίνας. Το είδωλο της φυσικά δεν εμφανιζόταν.
Η ξανθιά κοπέλα χαμογέλασε κι έσκυψε το κεφάλι. «Είσαι σίγουρος;» του είπε. «Πως ξέρεις ότι δεν βρήκαν απλά κάποιον για να πάρει την ευθύνη;». Ο επιβάτης σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος της. «Ξέρω ότι σκέφτεσαι μόνο το καλό μου. Αλλά εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ το δικό σου και είδες που φτάσαμε. Τίποτα δεν με κρατάει σε αυτή την πόλη. Η καρδία μου να είναι πολύ σκοτεινή για να νοιάζεται για οτιδήποτε. Αν με αγαπάς δεν θα με εμποδίσεις».
«Η αγάπη μου για σένα τιμωρήθηκε πριν από πολύ καιρό. Ο κόσμος έχει αλλάξει» . Είχε αυτό τον επίμονο τόνο στη φωνή της που τον θυμόταν πολύ καλά… και ας είχαν περάσει τόσα χρόνια. «Μπορούμε να πάμε πίσω και να διορθώσουμε τα πράγματα αλλά όχι με τον τρόπο που σε έκαναν να πιστεύεις ότι είναι σωστός. Έχω ήδη ξεκινήσει την προσπάθεια». Την κοίταξε απορημένος. «Τι εννοείς; σου είπα να μην μπλεχτείς. Τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα έτσι» της είπε. «Ξεφορτώσου αυτή τη βαλίτσα και πάμε να φύγουμε. Έχουμε χρόνο».
«Δεν μπορώ και το ξέρεις» της είπε με χαμηλωμένο το βλέμμα. «Τότε την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε δεν θα είναι για καλό. Λυπάμαι» του είπε και με δυο βήματα προς τα πίσω βγήκε από το βαγόνι. Έτρεξε προς την πόρτα. Κοίταξε στο διάδρομο του τρένου αλλά δεν την είδε. Είχε εξαφανιστεί. «Νάταλι» φώναξε… αλλά δεν πήρε καμία απάντηση…
Συνεχίζεται…
Part 5 Δευτέρα 02/03/09
Τα δικά σας κείμενα part 3 Τρίτη 24/02/09
Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.