Για το Part 1 κάντε κλικ εδώ
Για το Part 2 κάντε κλικ εδώ
«Κοιτάζει επίμονα τον τόπο του μακελειού… προσεύχεται ο ήλιος να μην ανατείλει ποτέ για να μην χρειαστεί να ζήσει ακόμα μια ημέρα «μεταμφιεσμένος». Θέλει όμως να διώξει αυτές τις σκέψεις και ψάχνει το κουράγιο να προχωρήσει παρακάτω…»
Η ζέστη στο δωμάτιο ήταν αφόρητη. Έξω είχε τουλάχιστον 36 βαθμούς, αλλά μέσα στους τέσσερις τοίχους του δωματίου τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Ο ανεμιστήρας που με τόσο κόπο είχε συναρμολογήσει, πήρε δυο στροφές, πήρε άλλη μια …με μεγάλη προσπάθεια και στη συνέχεια άφησε την τελευταία του πνοή. «Αναπαύου εν ειρήνη» είπε και του έριξε λίγο χώμα από μια γλάστρα στο μπαλκόνι. «Καταραμένα μηχανήματα δεν θα κερδίσετε τον πόλεμο» σκέφτηκε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά γιατί είχε επίγνωση ότι παρά την θέληση του να κλωτσήσει το κουφάρι του ανεμιστήρα… όταν κλοτσάς ένα μεταλλικό αντικείμενο, συνήθως ο διαιτητής βγάζει νικητή το αντικείμενο και χαμένο το πόδι σου, όσο και να διαμαρτύρεσαι ότι ο διαιτητής είναι πουλημένος. Κράτησε λοιπόν τις δυνάμεις του και δεν ασχολήθηκε παραπάνω με τον ανεμιστήρα. Στο μυαλό του στριφογύριζε το χαμένο του πορτοφόλι και τα ωραία του λεφτά που τώρα τα χαιρόταν κάποιος άλλος. Αυτός ο άλλος… Έτσι και τον έπιανε στα χέρια του… Έφερε ξανά και ξανά στη σκέψη του το μοιραίο δεκάλεπτο της απώλειας…
…Έβαλε το χέρι του στην τσάντα, έβγαλε 10 ευρώ από το πορτοφόλι του και το ξαναέβαλε στη θέση του. Συνέχισε να περπατά και όταν θυμήθηκε ότι χρειάζονται παραπάνω από 10 ευρώ για ένα κουτί σφαίρες, άνοιξε την τσάντα αλλά το πορτοφόλι είχε κάνει φτερά. Σταμάτησε μέσα στη μέση του δρόμου και άρχισε να φωνάζει…«Γιατί σε μένα θεέ μου» .
Eνας πιτσιρικάς τον κοίταξε και έβαλε τα γέλια. Χαμήλωσε λίγο τα γυαλιά του και του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα. Πόσο χρήσιμο θα ήταν να μπορεί να εκτοξεύει λέιζερ με τα μάτια. Ίσως κάποια στιγμή να τα κατάφερνε, αλλά προς το παρόν αρκέστηκε στο βλέμμα, αυτό ήταν αρκετό γιατί ο πιτσιρικάς τρομοκρατήθηκε και το έβαλε στα πόδια κλαίγοντας. Εντάξει δεν έκλαιγε ακριβώς… αλλά επειδή του άρεσε να δραματοποιεί τις καταστάσεις, αυτό το σκηνικό θα το θυμόταν έτσι.
Κάθισε στα σκαλάκια μιας πολυκατοικίας και μελέτησε όλες του τις επιλογές. Τι έπρεπε να κάνει; Θα άφηνε τον κακοποιό που του αφαίρεσε το πορτοφόλι ατιμώρητο; Θα έπαιρνε το νόμο στα χέρια του; Η δεύτερη επιλογή του φαινόταν και πιο δίκαιη. Θα φόραγε την καμπαρντίνα του, μέσα σε αυτή θα έκρυβε την κοντόκανη καραμπίνα του και θα μοίραζε «μολύβι» σε όποιον άτυχο βρισκόταν στο δρόμο του και έκανε το λάθος να αντισταθεί. Το αίμα θα έρεε άφθονο στους δρόμους και αυτός θα γινόταν «ο εκδικητής της ματωμένης πόλης». Η φήμη του θα εξαπλωνόταν πιο γρήγορα και από την πανούκλα και κάποια στιγμή ο κλέφτης φοβούμενος τις συνέπειες θα του επέστρεφε το αγαπημένο του πορτοφόλι. Αφού αυτό ήθελαν τα καθάρματα, αυτό θα έπαιρναν, αγνή εκδίκηση. Καθόταν στη γωνία και χαμογελούσε, αφού αυτές οι σκέψεις πάντα ήταν διασκεδαστικές.
Μια φωνή ξεπήδησε στο κεφάλι του και του έδωσε μια άλλη ιδέα, αυτή του νομοταγή πολίτη. «Να πας στην αστυνομία» του είπε. Τι θα έλεγε όμως στους αστυνομικούς; Πως θα δικαιολογούσε την αφηρημάδα του; Ανέβηκε τα σκαλιά του αστυνομικού τμήματος με ταχύ βήμα. Έφτασε μπροστά από την πόρτα του αξιωματικού υπηρεσίας και προσπάθησε να κρυφακούσει. Δεν ακουγόταν όμως ο παραμικρός θόρυβος. Αυτό τον ανησύχησε λίγο και σκέφτηκε ότι τελικά ίσως να ήταν καλή ιδέα να πάρει μαζί του και την κοντόκανη καραμπίνα του.
«Πως μπορώ να σας βοηθήσω» είπε ο τύπος με τη στολή. Ήθελε να τον φτύσει στα μούτρα και να πει «Ναι εγώ το έκανα, εγώ σκότωσα τον Κένεντι» και να φύγει επιτέλους το βάρος που κουβαλούσε τόσα χρόνια πάνω του. Είχε όμως την εντύπωση ότι ο αστυνομικός δεν θα νοιαζόταν και τόσο. «Θέλω να δηλώσω μια κλοπή» είπε.
«Ευχαρίστως, τι σας έκλεψαν; το σπίτι; το αυτοκίνητο; την τηλεόραση; το καναρίνι;». «Για ποιο λόγο να δηλώσει κάποιος κλοπή καναρινιού» σκέφτηκε, εκείνη τη στιγμή όμως είδε στην κρεμάστρα του αστυνομικού ένα σομπρέρο και ένα κίτρινο σακάκι όποτε σίγουρα τα λεγόμενα του συμβάδιζαν με το γούστο του.
«Κάποιος μου έκλεψε το πορτοφόλι» είπε.
«Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πείτε μου το όνομα σας». Σιωπή αρκετών δευτερολέπτων έπεσε στο δωμάτιο. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να αποκαλύψει το όνομα του. Δεν βόλευε την ιστορία και την εξέλιξη της. Δίστασε για λίγο, είχε ξεχάσει εντελώς το πορτοφόλι του και το μόνο που τριγύριζε στο μυαλό του ήταν ένα σχέδιο απόδρασης. «Ας το αφήσουμε καλύτερα. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν είχε και τόσο μεγάλη αξία το πορτοφόλι» είπε και έκανε να γυρίσει προς την έξοδο. «Ακίνητοοοοοοος» φώναξε το όργανο της τάξης και φανέρωσε ένα 45αρι Μάγκνουμ μεγαλύτερο από του επιθεωρητή Κάλαχαν. Είχε έρθει ή ώρα να αντιμετωπίσει έναν από τους πρώτους του μεγάλους εχθρούς. Έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει εδώ και πολύ ώρα, «Θα τα ξαναπούμε» ψέλλισε και με μια αστραπιαία κίνηση εξαφανίστηκε από την πόρτα που είχε μπει.
Δυο πυροβολισμοί ακούστηκαν πίσω του, αλλά είχε σταματήσει να ανησυχεί γιατί το δυσκίνητο «ζώο» δεν υπήρχε περίπτωση να τον προλάβει. Συνέχισε να τρέχει στο δρόμο έξω από το αστυνομικό τμήμα μέχρι να καταλάβει ότι κανένας δεν ήταν τριγύρω του. Δεν υπήρχε ψυχή, τα μαγαζιά είχαν κλείσει εδώ και ώρα, αλλά αυτό που του έκανε εντύπωση μέσα στον πανικό του ήταν ότι κανένας άνθρωπος δεν κυκλοφορούσε στο δρόμο. Υπήρχε μια περίεργη ησυχία και σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να κρυφτεί για λίγο.
Είχαν περάσει περίπου είκοσι λεπτά από την ώρα που είχε βγει από το τμήμα. Ήταν σίγουρος ότι δεν τον είχε ακολουθήσει κανένας. Βγήκε από την σκοτεινή γωνία που είχε κρυφτεί και παρατήρησε ότι ο δρόμος έμοιαζε τελείως διαφορετικός. Σαν να είχε μεταφερθεί αλλού… Το βλέμμα του έπεσε στην είσοδο ενός κτιρίου. «Πανεπιστήμιο Βοστόνης» έγραφε η ταμπέλα και αυτό του φάνηκε λίγο παράξενο, μιας και η Βοστόνη ήταν στην άλλη άκρη του κόσμου. Μπήκε μέσα και προχώρησε στο προθάλαμο, έσπρωξε μια μεγάλη πόρτα που βρήκε μπροστά του και βρέθηκε μέσα σε ένα αμφιθέατρο. Ο κόσμος ήταν πολύς, κυρίως φοιτητές που παρακολουθούσαν ένα τύπο που μιλούσε. Bρήκε μια άδεια θέση και χώθηκε.
«Γιατί ο άνθρωπος να είναι το τελειότερο δημιούργημα της φύσης και όχι απλά μια ανωμαλία της;» είπε ο τύπος που στεκόταν στη σκηνή και του είχε φανεί περίεργα γνωστός από την πρώτη στιγμή. Το πάζλ συμπληρώθηκε τη στιγμή εκείνη. Κανένας δεν κατάλαβε τίποτα ούτε ο καθηγητής πάνω στη σκηνή, ούτε ο τύπος που είχε μπει στον εξώστη και παρακολουθούσε τον ελεύθερο σκοπευτή, ούτε φυσικά ο φυγάς του αστυνομικού τμήματος που είχε στρογγυλοκαθίσει στην καρέκλα του αμφιθεάτρου, που προσπαθούσε να δει από πού ερχόταν το συνεχιζόμενο «Oh my god» που ακουγόταν. Τα πιόνια είχαν πάρει τη θέση τους και το παιχνίδι δεν θα αργούσε να ξεκινήσει. Ο καθηγητής στη σκηνή ξερόβηξε, ένα κόκκινο σημαδάκι από λέιζερ εμφανίστηκε στη γραβάτα του, ένας πυροβολισμός και μια φωνή από τον εξώστη…
Συνεχίζεται…
Η πόλη του κακού Part 4-Ο μυστηριώδης ξένος- Δευτέρα 23/02/09
Τα δικά σας κείμενα part 2- Σάββατο 21/02/2009
Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.