Να διορθώσω κάτι που έγραψα στο χθεσινό κείμενο για τον Παναθηναϊκό. Πριν από έξι χρόνια είχα γράψει σε περιοδικό ένα άρθρο για τα τρία αγαπημένα μου μπαρ της Αθήνας. Το ένα από τα τρία ήταν ο παράδεισος του καμακιού της τρίτης ηλικίας. Γκόμενα στα 50 λογαριαζόταν μπεμπέκα. Ηταν ένα υποφωτισμένο μαγαζί ώστε να μη φαίνονται όχι οι ρυτίδες αλλά ούτε και μικροί ακρωτηριασμοί, οι κυρίες λιβανίζανε ένα ποτό έτοιμες να δώσουν ό,τι πολυτιμότερο είχαν δώσει πριν από 40 χρόνια στον άνδρα τους σε εκείνον που θα τους κέρναγε δεύτερο και στο βάθος του μαγαζιού ένας πιανίστας, με όνομα γνωστό μόνο σε όσους απαντάνε σε κουίζ για το Νέο Κύμα, έπαιζε πρόσφατες επιτυχίες. Λίγη Κανελλίδου, περισσότερη Αρβανιτάκη και τα μπιτάτα του Αττίκ. Ανάμεσα λοιπόν στα άλλα, για το μαγαζί είχα γράψει ότι παίζει μουσική «της δυστυχίας και της εμμηνόπαυσης».
Με τη δημοσιογραφική γαϊδουριά του ανθρώπου που στη ζωή του έχει προσβάλλει μισό εκατομμύριο άτομα συνέχισα να πηγαίνω στο μαγαζί. Οι μπεμπέκες με κοίταζαν λιμπιστικά και λιμπιντιάρικα, αλλά στο βλέμμα του αφεντικού του μαγαζιού κάτι είχε αλλάξει. Για την ακρίβεια, νόμιζα ότι από τα μάτια του βγαίνανε τα συννεφάκια και τα μαχαίρια που έχουν πάνω από το κεφάλι οι ήρωες του Μίκι Μάους όταν τα παίρνουν. Μια καθημερινή μετά τις τρεις, με το μαγαζί έτοιμο να κλείσει, είχα πληρώσει και ετοιμαζόμουν να την κάνω. Εχοντας κατορθώσει να είναι πιο κουρούμπελο από μένα το αφεντικό, με πλησίασε: «Ολο αυτόν τον καιρό δεν μπορώ να σε βλέπω να έρχεσαι στο μαγαζί. Δεν θέλω να ξαναπατήσεις. Πάρε την τσάντα σου και φεύγα». Πήρα την τσάντα μου –που παρ' όλα όσα ακούγονται δεν ήταν λαμέ– και κυρίες ήρθαμε, κυρίες φύγαμε. Ανοιξα την πόρτα και ποτέ δεν ξαναπάτησα στο μαγαζί του. Ποτέ όμως δεν τον συγχώρησα. Οταν πετάς έξω κάποιον από το μαγαζί σου δεν περιμένεις πρώτα να πληρώσει τον λογαριασμό και έπειτα εσύ να κάνεις τη μαγκιά. Του λες «μάζεψέ τα όπως είσαι και δρόμο» και ο κόσμος καταλαβαίνει ότι όταν δεν γουστάρεις τα λεφτά τα έχεις γραμμένα.
Θυμήθηκα την ιστορία διαβάζοντας τα ρεπορτάζ της δεύτερης ημέρας -μετά την απόφαση της διοίκησης του Παναθηναϊκού να λύσει τη συνεργασία της με τον Παπαδόπουλο και τον Μόρις.
Γιατί πολύ ωραία είναι η μαγκιά του «παιδιά, μαζεύετέ τα και να την κάνετε και δεν θα σας πειράξει αν στην έξοδο ο Αγριμάκης ανοίξει τις τσάντες σας για να δει αν τσουρνέψατε κορδόνια», αλλά όταν αυτή συνοδεύεται από το «αν καλυφθούν οι απαιτήσεις του συλλόγου», η μαγκιά μένει μισή. Ιδιαίτερα όταν διαρρέει ότι για τον Παπαδόπουλο ο Παναθηναϊκός θέλει πεντακόσια χιλιάρικα αν πάει σε ξένη ομάδα και περισσότερα αν πάει σε ελληνική και για τον Μόρις η τιμή ξεκινάει στο 1,2. Στον τελευταίο χρόνο του συμβολαίου είναι ο «Παπ» έπειτα από δύο κακές σεζόν. Δηλαδή αν τον ήθελε ο Παναθηναϊκός, πόσα φράγκα θα είχε ζητήσει; Οσον αφορά τον Μόρις, θα μπορούσε να υπάρξει η άποψη ότι ο Παναθηναϊκός θέλει να αποσβέσει αυτά που επένδυσε. Μόνο που ο Παναθηναϊκός δεν είχε πληρώσει για να αγοράσει τον Μόρις. Τζάμπα τον είχε πάρει έπειτα από προσφυγή για χρωστούμενα που είχε κάνει στον Αρη ο Νοτιοαφρικανός.
Στους χωρισμούς πληρώνεις κάτι παραπάνω για να φανεί ότι διώχνεις και δεν διαπραγματεύεσαι. Διαφορετικά είναι σαν να λες στη σχέση σου ότι πρέπει να χωρίσετε και μετά «προτού φύγεις άφησε στο κομοδίνο το ρολόι που σου έδωσα δώρο». Οπως και στις καινούργιες σχέσεις που θέλεις να κάνεις δεν πρέπει να δείχνεις τσίπης. Ογδόντα εκατομμύρια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου κάνει ο Παναθηναϊκός, μέχρι 20 εκατομμύρια λένε ότι θα δώσουνε για μεταγραφές και όταν ο Ηρακλής ζήτησε να πάρει τον Σαρακατσάνο, από τον Παναθηναϊκό ειδοποιήσανε ότι θέλουνε 40 χιλιάρικα. Και γιατί, λίγα είναι; Ναι, ρε παιδιά, λίγα είναι. Ιδιαίτερα όταν μπαίνεις φρέσκος σε μια πιάτσα και θέλεις να δείξεις μούρη, δεν ζητάς για έναν παίκτη που δεν τον υπολογίζεις τα λεφτά που θα έδινες ένα καλό Σάββατο στο μαγαζί του Ρέμου.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.